Ο Βασίλης Πέρρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. To 1999-2005 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας ζωγραφική και σκηνογραφία. Αποφοίτησε με άριστα (29/30) και προτάθηκε για υποτροφία το 2002, το 2003 και το 2004. Κέρδισε την υποτροφία της Eurobank Private το 2005 ενώ το 2004 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 5η Διεθνή Συνάντηση Ακαδημιών Καλών Τεχνών της Μεσογείου, Γένοβα, Ιταλία. Το 2004 απέσπασε το βραβείο της 3ης Bienalle φοιτητών των Ανωτάτων Σχολών Καλών Τεχνών Ελλάδας.
Eχει κάνει δύο ατομικές εκθέσεις το 2008 (Aίθουσα Τέχνης Αθηνών) και 2009 (C.K. Art Gallery, Λευκωσία, Κύπρος) και πάνω από σαράντα ομαδικές σε Ελλάδα, Κύπρο, Ιταλία, Τουρκία και Νορβηγία.
Το 2010 εικονογράφησε το εξώφυλλο «Η εξέλιξη του διηγήματος» του Κωστή Καλογρούλη (εκδόσεις «Μικρή Αρκτος») και το 1997 το σχολικό βιβλίο της Α’ Γυμνασίου «Βιολογία» (Ο.Ε.Δ.Β.). Επίσης, συμμετείχε στην εικονογράφηση του cd του Νίκου Κυπουργού «Τα μυστικά του κήπου».
Το 2011 συμμετείχε στο σκηνικό της θεατρικής παράστασης «Αυτό το παιδί» του Joel Pommerat, σε σκηνοθεσία Φρόσως Λύτρα (Ελληνικός Κόσμος 10/6 – 15/7 και θέατρο Badminton 11/2011) και το 2012 στο σκηνικό του θεατρικού «Η άλλη αίσθηση» του Γ. Ευαγγελάτου (Ελληνικός κόσμος).
Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
«ΠΑΛΜΟΣ»: Ένας νεαρός ζωγράφος ζει ανάμεσά μας. Τί άνθρωπος είστε;
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΡΡΟΣ: Υποθέτω ένας φυσιολογικός άνθρωπος όπως όλοι. Με τις αδυναμίες, τα ελαττώματα και τις αγωνίες του που βιώνει την πραγματικότητα αλλά – για να διατηρήσει την αισιοδοξία του – κλείνεται ενίοτε και στον δικό του κόσμο.
«Π»: Ποιό είναι το ταξίδι που κάνετε μέσω της δουλειάς σας;
Β.Π.: Ένα διηνεκές εσωτερικό ταξίδι στα πιο μύχια ερωτήματα και τις θεμελιώδεις ανησυχίες μου, τις οποίες αποτυπώνω στον καμβά επιχειρώντας ει δυνατόν να τις ξορκίσω και να τις κοινωνήσω στους θεατές. Η ζωγραφική δηλαδή υπερβαίνει τη σφαίρα της ψυχαγωγίας και γίνεται βαθύτερη ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας.
«Π»: Υπάρχει ένας κώδικας επικοινωνίας με το κοινό;
Β.Π.: Φυσικά. Το κοινό με την σειρά του, βλέποντας ένα έργο επιλέγει είτε να το προσπεράσει είτε να σταθεί μπροστά του και να αντιληφθεί τα μηνύματα που περνά. Με χαροποιεί ιδιαίτερα όταν πολλές φορές διαπιστώνω απόλυτο συντονισμό των όσων θέλω να πω με αυτά που εκλαμβάνει ο θεατής.
«Π»: Πώς βλέπετε το ταλέντο σας να εξελίσσεται;
Β.Π.: Κατ’ αρχήν έχω ένσταση στον όρο «ταλέντο». Βαριά λέξη. Μάλλον θα το έλεγα ικανότητα να εκφράζω το τι νιώθω με σχήματα και χρώματα. Είναι δηλ. θέμα συντονισμού χεριού και σκέψης κατά Heller και όχι κάποιο θεόσταλτο χάρισμα. Στην ουσία πρόκειται για ένα δίπολο συνεχούς εξέλιξης: το ΤΙ θα ζωγραφίσω (σκέψη) και το ΠΩΣ θα το ζωγραφίσω (τεχνική κατάρτιση). Καλλιτέχνης που αναπτύσσει μόνο τις μορφοπλαστικές του δεξιότητες χωρίς να ωριμάζει στην σκέψη και την αντίληψή του είναι μονοδιάστατος. Προσπαθώ πάντα να κρατώ αυτή την ισορροπία. Πολλές φορές βλέποντας παλιούς μου πίνακες εντοπίζω αφέλειες στην σκέψη και τεχνικές αδυναμίες, οπότε νιώθω ότι μάλλον εξελίσσομαι και στους δυο τομείς.
«Π»: Είναι άνυδρα τα χρόνια που βιώνουμε στις εικαστικές τέχνες;
Β.Π.: Εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς. Η κρίση είναι ιδιαίτερα αισθητή στο εμπορικό κομμάτι της τέχνης και όσοι βιοπορίζονται από αυτήν περνάνε δύσκολα. Αν και οι οικονομολόγοι λένε πως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης οι μόνες σταθερές επενδύσεις είναι ο χρυσός και η τέχνη. Τις αναμένουμε λοιπόν!
Στο ποιοτικό κομμάτι δεν παρατηρώ κάποια αλλαγή. Εκθέσεις και art events γίνονται συνέχεια και το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο. Μπορεί και ενισχυμένο μιας και σε δύσκολες περιόδους η τέχνη είναι καταφύγιο και δεκανίκι ψυχικής υγείας και αισιοδοξίας που τόσο έχουμε ανάγκη.
«Π»: Ποιές μελωδίες ηχούν στο μυαλό σας όταν ζωγραφίζετε;
Β.Π.: Έχω παρατηρήσει ότι η μουσική «περνάει» με τρόπο υπόγειο και ύπουλο στη δουλειά μου. Γι΄ αυτό προσπαθώ να κρατάω το εργαστήρι μου όσο τον δυνατόν πιο αποστειρωμένο από οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα. (οι τοίχοι είναι λευκοί και οι πίνακές μου γυρισμένοι ανάποδα) οπότε τις περισσότερες φορές ζωγραφίζω χωρίς να ακούω τίποτα. Τυχαίνει όμως πολλές φορές να επαναλαμβάνω – σχεδόν αυτιστικά – κάποιο ρεφρέν που άκουσα τελευταία ξανά και ξανά όλη μέρα. Φανταστείτε όταν το τελευταίο αυτό άκουσμα είναι διαφήμιση γνωστού μαγαζιού με παιχνίδια για τι καταστροφή μιλάμε!
«Π»: Η τέχνη κατεβαίνει στους δρόμους, στα πεζοδρόμια. Τι γνώμη έχετε γι’αυτό; Για παράδειγμα, τα γκράφιτι· σας αρέσουν; Τα θεωρείτε τέχνη;
Β.Π.: Η τέχνη μοιραία κατεβαίνει στους δρόμους για να συναντήσει τον παλμό και το επίκεντρο των εξελίξεων. Ο καμβάς έδωσε την θέση του στους τοιχους της πόλης, το σπρέι αντικατέστησε το πινέλο και ο – πολλές φορές ψεύτικα – intellectuel χαρακτήρας της «υψηλής» τέχνης των γκαλερί και των μουσείων πολύ απλά καταβαραθρώθηκε. Κοινωνική κριτική, καυστικό χιούμορ και αμφισβήτηση συνθέτουν χρόνια τώρα το νέο σκηνικό. Εδώ θα πρέπει να κάνουμε σαφή διαχωρισμό μεταξύ γκράφιτι και street art. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι ενοχλητικές μουτζούρες που συναντά κανείς όχι μόνο σε δημόσια κτίρια αλλά δυστυχώς και σε μέρη που δεν θα’ πρεπε (τρένα, πόρτες σπιτιών ακόμα και αγάλματα). Είναι κι αυτό μέρος της ανάγκης του νέου αστού να αφήσει το στίγμα του στην πόλη. Η street art όμως έχει δώσει πραγματικά αριστουργήματα υψηλής αισθητικής και δεξιοτεχνίας που απλώνονται κυρίως σε «τυφλούς» τοίχους πολυκατοικιών. Θεωρώ την συζήτηση για το αν οι street artists είναι καλλιτέχνες ή αλητάκια προ πολλού ξεπερασμένη. Άλλωστε ο πρώτος διδάξας, ο Banksy, αν και έχουν εκδοθεί πολλά εντάλματα σύλληψης σε βάρος του, ανήκει πλέον στο πάνθεον των διεθνώς καταξιωμένων καλλιτεχνών.
«Π»: Το πάθος σας για τη ζωγραφική, πώς γίνεται ορατό στα έργα σας;
Β.Π.: Κατ’ αρχήν δεν το θεωρώ δεδομένο. Μακάρι να είναι ορατό. Διοχετεύεται στους πίνακες με τρόπο που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Μπορεί να είναι η ενδελεχής και λεπτομερής καταγραφή των πραγμάτων ή οι πολλές εργατώρες που απαιτούνται για να τελειώσει ένας πίνακας. Έχει τύχει πολλά βράδια να μην κοιμηθώ μέχρι να φτάσει ένα έργο να με ικανοποιήσει.
«Π»: Έχετε θαυμαστές που σας ακολουθούν; Εγώ γνωρίζω έναν…
Β.Π.: Αλήθεια; Να μου τον γνωρίσετε και ‘μένα!
Είναι γεγονός ότι κάθε ζωγράφος έχει το κοινό του ανάλογα με το είδος της δουλειάς του. Έτσι κι εγώ. Γι’ αυτό και θεωρώ μεγάλη επιβράβευση όταν λάτρεις άλλων ειδών ζωγραφικής, αφηρημένης ή εξπρεσιονίστικης εκφράζουν τον θαυμασμό τους για το έργο μου. Όταν κάποιος είναι ειλικρινής και αυθεντικός βρίσκει το κοινό του, έστω και περιορισμένο. Άλλωστε τα περιορισμένα κοινά είναι και τα πιο φανατικά. Για την ιστορία πάντως, υπάρχει συλλέκτης που έχει στην κατοχή του πάνω από 30 πίνακές μου.
«Π»: Έχει δύναμη η ζωγραφική και ποιά κατά τη γνώμη σας;
Β.Π.: Αν έχει λέει! Άλλο βέβαια να το ξέρεις σε θεωρητικό επίπεδο και άλλο να το διαπιστώνεις άμεσα όπως συνέβη σ’ εμένα: ένας εύπορος συλλέκτης αγόρασε κάποτε έναν πίνακά μου με θέμα μια βαλίτσα, στη σκιά της οποίας εμφανίζονταν φιγούρες ταλαιπωρημένων προσφύγων. Αφού θαύμασε πόσο ταίριαζαν τα χρώματα του με το σαλόνι και τα έπιπλα, το βλέμμα μου έπεσε στην αλλοδαπή οικιακή βοηθό που στεκόταν απέναντι και παρατηρούσε με δάκρυα στα μάτια κάθε πτυχή του πίνακα συγκλονισμένη. Ήταν τότε που κατάλαβα τι επιρροή μπορεί να ασκεί ένα έργο σε κάποιον άγνωστό μας όταν ακουμπήσει εσωτερικές του χορδές και τότε πρωτοένιωσα και την ευθύνη που έχει ο καλλιτέχνης για όσα κάνει αλλά και δεν κάνει. Ο ρόλος του ζωγράφου δεν είναι μόνο να διεκπεραιώνει εικόνες αλλά να διαμορφώνει καταστάσεις και να αφυπνίζει συνειδήσεις, όσο μεγαλόσχημο και αν ακούγεται αυτό.
«Π»: Σας δίνει εσωτερική αρμονία ένας πίνακας;
Β.Π.: Φυσικά! Αν και μεγαλύτερη εσωτερική αρμονία νιώθω βλέποντας πίνακες άλλων! Πάντως αν δεν πληροί αυτό το κριτήριο ένας πίνακάς μου, πολύ απλά καταστρέφεται. Έχω σκίσει ουκ ολίγους. Το ερώτημα όμως είναι όχι αν δίνει σ’ εμένα αρμονία αλλά κατά πόσον δίνει στους άλλους!
«Π»: Αν η ζωή είναι πίνακας, τί χρώματα κατά τη γνώμη σας ταιριάζουν;
Β.Π.: Η ζωή είναι ένα σύνολο από όμορφες και άσχημες στιγμές. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και για τα δύο. Αν συμφωνήσουμε ότι η χαρά συμβολίζεται με πινελιές έντονων χρωμάτων (κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί) και η λύπη με μαύρο, τότε θα πρέπει ως χρωματικό υπόβαθρο του πίνακα της ζωής να βάλουμε ένα χρώμα που να τα γεφυρώνει και τα δύο: το γκρι. Μόνο αυτό μπορεί να μαλακώνει την σκληράδα του μαύρου αλλά ταυτόχρονα με τρόπο μαγικό σχεδόν να ενισχύει την λαμπρότητα των φωτεινών χρωμάτων περισσότερο κι απ’ το άσπρο. Δεν είναι τυχαία το αγαπημένο μου χρώμα.
«Π»: Τί αγαπάτε;
Β.Π.: Ο,τιδήποτε με κάνει χαρούμενο και ευτυχισμένο. Ας μην το περιορίσουμε με διευκρινίσεις.
«Π»: Ποιά είναι η πηγή που σας δίνει έμπνευση;
Β.Π.: Εξαρτάται. Κάθε πίνακας έχει και διαφορετικό εφαλτήριο. Με απασχολούν κατά κόρον ερωτήματα που σχετίζονται με την ανθρώπινη ύπαρξη, τις αγωνίες, τους φόβους και τις ανασφάλειες που αυτή δημιουργεί. Μάλιστα σε πολλούς πίνακές μου αντιγράφω ολόκληρα κείμενα αρχαίων ή υπαρξιακών φιλοσόφων. Άλλη πηγή έμπνευσης είναι ο χρόνος ο οποίος δεν είναι αόρατος αλλά υπάρχει μέσα απ’ τα σημάδια της αμείλικτης φθοράς που προκαλεί στους πάντες και τα πάντα, την οποία επιχειρώ να καταγράψω με τρόπο εμμονικό θα έλεγα. Βαλίτσες, κλίνες, πηγάδια, πόρτες αλλά και το ίδιο το ανθρώπινο σώμα έχουν γίνει φορείς όλων των παραπάνω εννοιών στα έργα μου. Ζητήματα θρησκείας και ύπαρξης – ή όχι – του Θεού αλλά και ηθικής επίσης με έχει κατά καιρούς απασχολήσει (κυρίως στην ενότητα των εκκλησιών). Υπάρχουν και οι περιπτώσεις βέβαια που δίνεται a priori ένα συγκεκριμένο θέμα και καλούμαι να φιλοτεχνήσω κάτι πάνω σ’ αυτό. Πολλοί ζωγράφοι το αποφεύγουν αλλά για μένα αυτή η διαδικασία είναι πρόκληση.
«Π»: Σας απασχολεί το ερώτημα από πού ερχόμαστε και πού πάμε;
Β.Π.: Το πρώτο σκέλος έχει ήδη απαντηθεί απ’ τον Δαρβίνο ενώ το δεύτερο εξαρτάται πλέον απ’ τις βουλές των ευρωπαίων ηγετών!
Όπως προανέφερα, όχι μόνο διακατέχομαι από τέτοιες υπαρξιακές ανησυχίες αλλά τις διοχετεύω και στον καμβά μου. Όμως η πολλή ενασχόληση με αυτά τα ζητήματα που δεν έχουν ποτέ απάντηση βλάπτει. Έτσι, όταν νιώθω ότι κυριεύομαι από υπαρξιακό άγχος και νευρώσεις, βάζω τον Nietzsche, τον Sartre και τον Kierkegaard στο ράφι και ανοίγω την τηλεόραση.