Η πίστη του Παναγιώτη Γιαννάκη – γράφει ο Θανάσης Καμπισιούλης

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Η πίστη του Παναγιώτη Γιαννάκη – γράφει ο Θανάσης Καμπισιούλης

Η πίστη είναι απαραίτητη στον άνθρωπο. Αλίμονο σε αυτόν που δεν πιστεύει σε τίποτα, μας είπε δυο αιώνες πριν ο Βίκτωρ Ουγκώ. Ενώ ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ θεωρούσε πως πιστεύει αυτός που ξεκινάει, ανεβαίνει το πρώτο σκαλοπάτι, συνεχίζει στο δεύτερο και εξακολουθεί να ανεβαίνει χωρίς καν να βλέπει ολόκληρη τη σκάλα. Αρκεί να πιστέψεις πως στο τέλος του δρόμου βρίσκεται ο εαυτός σου έτσι όπως θα ήθελες να τον δεις.

Είναι όμως απαραίτητο να ξέρεις τι θελεις να συναντήσεις όταν ανέβεις ολόκληρη τη σκάλα. Όπως απαραίτητο είναι να σου αρέσει αυτό που θα βρεις, όταν ανέβεις όλα τα σκαλοπάτια. Γιατί μόνο τότε θα μπορέσεις να ξεπεράσεις όλα τα εμπόδια, να υπερβείς όλα σου τα όρια και να συνεχίσεις το ταξίδι σου. Μόνο έτσι θα κάνεις την πίστη σου οδηγό και σύμμαχο στην ανηφορική πορεία σου.
Σε ερώτηση δημοσιογράφων, πριν από έναν ακόμη τελικό στην καριέρα του, ο Ζοσέ Μουρίνιο απάντησε: «Με ρωτάτε εάν πιστεύω πως μπορούμε να κερδίσουμε και να προκριθούμε; Νομίζω πως θα το κάνουμε. Αυτό είναι το πιο σημαντικό, να το πιστέψουμε και νομίζω πως θα τα καταφέρουμε. Αυτό που μετράει είναι να έχεις σκοράρει περισσότερα γκολ στο τέλος και των αγώνων. Εάν πίστευα πως δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, δεν θα κατέβαινα στον αγώνα.»
Άνθρωποι που κατάφεραν να πάρουν ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, πίστευαν ότι κάποια στιγμή με την προσπάθειά τους θα τα καταφέρουν. Το ίδιο και άνθρωποι που έγιναν πρωθυπουργοί. Η ίδια συνταγή επιτυχίας είναι και για αυτόν που κατάφερε να προσληφθεί στην εταιρεία που ήθελε ή κατάφερε να ανοίξει το κατάστημα που ονειρευόταν στη γειτονιά του. Για αυτόν που έπρεπε να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες και να τελειώσει το σχολείο ή σε αυτόν που μπόρεσε να ξεπεράσει ένα διαζύγιο ή μια σημαντική απώλεια.
Τη δύναμη της πίστης και τον καθοριστικό ρόλο της στην πορεία όλων μας θέλησε να μας αναδείξει με το παραμύθι προς το γιο του ο Ναζίμ Χικμέτ. Στις τρεις άκρες της γης ζούσαν τρία παλικάρια που είχανε το ίδιο μπόι και την ίδια ηλικία. Εκεί που ζούσαν, ούτε είχανε δει ποτέ, ούτε ξέρανε, ούτε είχανε ακούσει τίποτα ο ένας για τον άλλον. Κάποια στιγμή ξεκινήσαν και τα τρία την ίδια ώρα, την ίδια μέρα και την ίδια χρονιά για να βρουν την πέτρα που τη λέγανε Αστέρευτη υγεία.
Η πέτρα αυτή βρισκόταν μακριά, πίσω από τα βουνά, μέσα σ’ ένα πηγάδι που αντί για νερό έβγαζε αίμα. Για να βρούνε λοιπόν τούτη την πέτρα, ξεκινήσανε τα τρία παλικάρια παίρνοντας το καθένα το δικό του δρόμο. Το πρώτο παλικάρι περπάτησε τόσο πολύ που φαγωθήκανε τα σανδάλια του, ενώ το σιδερένιο του ραβδί λίγνεψε σαν κλαδάκι. Στάθηκε κάπου να ξαποστάσει μα τον πήρε ο ύπνος. Σαν ξύπνησε όμως, τι να δει; Δίπλα του καθότανε μια κοπέλα όμορφη σαν τα κρύα τα νερά.
– Για πού τό’βαλες παλικάρι; τον ρωτάει.
– Για να βρω την πέτρα που τη λένε Αστέρευτη υγεία, της απαντάει.
– Η πέτρα που λες, του αντιλέγει η κοπελιά, βρίσκεται μακριά, πίσω από τα βουνά, μέσα στο ματωμένο πηγάδι. Για να πας ίσαμε κει, η ζωή σου όλη δεν σου φτάνει. Κι όσοι έχουνε τις μέρες τους μετρημένες πρέπει να τις περνάνε όμορφα. Εσύ είσαι η μέλισσα κι εγώ το λουλούδι. Μείνε εδώ μαζί μου να πάρεις το μέλι μου, του λέει γλυκά.
Κι έτσι, γιέ μου, το ένα παλικάρι λιγοψύχησε κι έμεινε στα μισά του δρόμου.
Την ίδια ώρα, το δεύτερο παλικάρι τραβούσε θαρρετά το δικό του δρόμο. Για να μη νυστάξει κι αποκοιμηθεί, άνοιγε κάθε τόσο με το μαχαίρι πληγές στο στήθος του κι έριχνε αλάτι. Πονούσε τόσο πολύ, γιέ μου, που δεν σκεφτότανε πια την κούρασή του. Από τη δίψα είχε κολλήσει η γλώσσα του. Κι όταν είδε μπροστά του νερό, δεν μπόρεσε να κρατηθεί έπεσε στα γόνατα να δροσιστεί. Ήπιε μια γουλιά κι έκανε να σηκωθεί. Μα το νερό, που λαμποκοπούσε στον ήλιο του μεσημεριού, του έδωσε τόση δροσιά, γιέ μου, που δεν μπόρεσε να σηκώσει πια το κεφάλι. Έτσι, το δεύτερο παλικάρι έφτασε πάνω από τα μισά του δρόμου.
Κι ενώ το πρώτο παλικάρι έμενε στα μισά και το άλλο παραπάνω από τα μισά του δρόμου, το τρίτο παλικάρι περπατούσε ακόμα. Κουράστηκε και τούτο, μα δεν έγειρε στα γόνατα των κοριτσιών να ξεκουραστεί. Διψούσε, μα δεν έλεγε να πιει νερό. Περπατούσε, περπατούσε κι όλο περπατούσε. Όποιος προχωράει έτσι, φτάνει, γιέ μου. Κι εσύ, σαν κι εκείνον, να μην κουράζεσαι κι εσύ, σαν κι εκείνον, να έχεις πίστη και να προχωράς, γιε μου. Όποιος πιστεύει, φτάνει…
Όπως έλεγε και ο Παναγιώτης Γιαννάκης, στην προπόνηση πρέπει όταν κουράζεσαι να συνεχίζεις, όταν πονάς να μη σταματάς και όταν νομίζεις ότι δεν μπορείς άλλο, πάλι να συνεχίζεις. Με απλά λόγια, πίστεψε ότι αυτό που θέλεις είναι εφικτό, αυτό που αναζητάς μπορείς να το πετύχεις, εστιάσου στα θετικά σου και μην μαστιγώνεις τον εαυτό σου σε κάθε αποτυχία. Κι ό,τι κι αν συμβαίνει μην χάνεις από τα μάτια σου το στόχο.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή