Ρε, πώς περνούν τα χρόνια – γράφει ο Γιώργος Πένταρης

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Ρε, πώς περνούν τα χρόνια – γράφει ο Γιώργος Πένταρης

Ρε πώς περνούν τα χρόνια, θα είναι η πιο κοινή έκφραση αυτής της βδομάδας, η οποία σίγουρα επαναλαμβάνεται και κατά την διάρκεια του χρόνου όταν συναντάμε φίλους από τα παλιά ή θυμόμαστε για κάποιο λόγο έθιμα ή συνήθειες που σήμερα έχουν ξεχαστεί. Πλησιάζουμε στην αλλαγή του χρόνου και από εφημερίδες, κανάλια και λοιπά ΜΜΕ θα ακούσουμε ευχές για έναν καλό, ειρηνικό και ευτυχισμένο νέο χρόνο, ευχές που είναι κοινότοπες, που όλοι τις περιμένουμε και όλοι τις δίνουμε γιατί είναι τζάμπα. Δεν έχω ακούσει να λένε ως ευχή ότι αν κερδίσω το πρωτοχρονιάτικο λαχείο θα σου δώσω τα μισά ή κάτι ανάλογο. Οι ευχές δίδονται γιατί δεν κοστίζουν…

Όπως λέει και ο τίτλος του άρθρου, περνάν τα χρόνια και μάλιστα γρήγορα. Σήμερα λοιπόν είναι εν ζωή μια γενιά που βαίνει προς τη δύση της, αλλά, όπως πιστεύω, είναι σημαντική για την ανθρώπινη ιστορία επειδή ενηλικιώθηκε μέσα σε αυτάρκεις οικογένειες και εν συνεχεία την ενηλικίωσή της την έζησε και τη ζει σε μια κοινωνία του καταμερισμού πόρων και αποξένωσης από την φύση και την πρωτογενή παραγωγή. Χρειάζεται, κατά την γνώμη μου, να διατηρηθούν οι μνήμες της πρώτης εποχής, της νεανικότητας αυτής της γενιάς, γιατί πιστεύω ότι θα συμβάλουν στη διατήρηση ενός περιβάλλοντος που ο άνθρωπος θα είναι κατά το δυνατόν αυτάρκης και εν πολλοίς ανεξάρτητος από τις επιταγές της βιομηχανίας, της διαφήμισης και της δημιουργίας ψευδών αναγκών, που έχουν ως στόχο την αποκόμιση κερδών όχι μόνο από τον άνθρωπο αυτόν καθ’ εαυτόν, αλλά και από το περιβάλλον του είτε φυσικό είτε κοινωνικό.
Με αφορμή κάποιες εκπομπές στο ραδιόφωνο όπου κάποιες κυρίες λένε για τις αναμνήσεις τους από τον τρόπο που έφτιαχναν τα γλυκά οι μανάδες τους και επειδή ανήκω και εγώ σε αυτή τη γενιά, θα αναφέρω τον τρόπο ζωής των ανθρώπων εκείνης της εποχής και ειδικότερα στα χωριά της Ελλάδας.

Η ζωή, λοιπόν, μέχρι τη δεκαετία του 1960 ήταν λίγο πολύ σχεδόν ίδια για τα προηγούμενα 200 χρόνια. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η αυτάρκεια των νοικοκυριών της επαρχίας και κυρίως της αγροτικής υπαίθρου που εκπροσωπούσε γύρω στο 60% του πληθυσμού. Τα Χριστούγεννα, σε κάθε σπίτι ήταν παράδοση να έχουν για Χριστουγεννιάτικο γεύμα κοτόσουπα αυγολέμονο. Πολλοί είχαν και γαλοπούλες που εξέτρεφαν και όταν μεγάλωναν μας τσιμπούσαν, ανέβαιναν στις σκεπές των σπιτιών και χαλούσαν τα κεραμίδια και μας τρόμαζαν με τα γλου γλου. Αν σκεφτούμε τα υλικά που απαιτούνταν για τη Χριστουγεννιάτικη κοτόσουπα, ήταν μια κότα μεγάλη, που ήταν παραγωγή του νοικοκυριού, αυγά από τις κότες τους, ρύζι που αγόραζαν από τον μπακάλη, σαλάτα λάχανο ή μαρούλι και κρεμμυδάκια από τον κήπο τους, ψωμί από το δικό τους σιτάρι και κρασί από το βαρέλι που είχαν φροντίσει να γεμίσουν από ένα μικρό αμπέλι που καλλιεργούσαν.
Οι περισσότερες οικογένειες εκείνη την εποχή καλλιεργούσαν το δικό τους σιτάρι. Κάθε χρόνο στην εποχή του θερισμού γινόταν χαμός, αυτό που λέγανε «θέρος τρύγος πόλεμος». Μετά την 15η Ιουνίου ξεκινούσε ο θερισμός, κατέφθαναν οι αλωνιστικές μηχανές με τα μεγάλα φουγάρα που έβγαζαν τα άχυρα που έφτιαχναν μεγάλους σωρούς, τα αναβατόρια να ανεβάζουν τα δεμάτια με τα στάχια μέσα στην μηχανή για αλώνισμα, τα τρακτέρ με τους μεγάλους ιμάντες για την μεταφορά κίνησης για την λειτουργία της αλωνιστικής και δίπλα το τσουκάλι με νερό που έβραζε για να είναι έτοιμο για τα δείγματα (τσιμπήματα) των σκορπιών που καιροφυλακτούσαν μέσα στις θημωνιές και στα δεμάτια από σιτάρι. Σε τσίμπημα σκορπιού έπρεπε να γίνει τομή χιαστί στο τραύμα και να μπει π.χ. το δάκτυλο σε πολύ ζεστό-καυτό νερό για να αρχίσει η αιμάτωση και να βγει όσο περισσότερο αίμα με δηλητήριο. Μετά ήθελε κομπρέσα με αμμωνία και δέσιμο. Ο πόνος κρατούσε 5 με 6 ώρες και επαναλαμβανόταν μετά από 24 ώρες για δύο με τρεις μέρες. Περίεργο το δηλητήριο του σκορπιού… Όποιος δεν ακολουθούσε την παραπάνω διαδικασία, είχε αφόρητους πόνους για πολλές μέρες.
Τα άχυρα τα έκαναν μπάλες με ειδικά μηχανήματα για ζωοτροφές και τα σιτάρια φυλάσσονταν στα σπίτια και κάθε μήνα πήγαιναν δύο σακιά στον μύλο να το αλέσουν για να φτιάξει η νοικοκυρά τα ψωμιά του μήνα στον ξυλόφουρνο που υπήρχε σε κάθε σπίτι. Τα πίτουρα τα κρατούσαν για να τρώνε οι κότες και το γουρούνι, που αγόραζαν μετά το Πάσχα και το έσφαζαν στις Αποκριές του επόμενου χρόνου. Το γουρούνι μεγάλωνε με τα απόβλητα-αποφάγια του νοικοκυριού, από καρπουζόφλουδες, κολοκύθια και υπολείμματα από άλλα καλοκαιρινά ζαρζαβατικά που παρήγαγαν στους κήπους τους. Όλες οι οικογένειες ήταν αυτάρκεις στην παραγωγή λαχανικών και ζαρζαβατικών για όλο σχεδόν τον χρόνο και τα οργανικά υπολείμματα αποφάγια κτλ. τα αναλάμβανε το γουρούνι. Κρατούσαν και διατηρούσαν πάντα σπόρο από το κάθε είδος κηπευτικού για την επόμενη χρονιά. Υπήρχε μεγάλη γνώση στην κατάλληλη επιλογή και διατήρηση των σπόρων που σήμερα έχει χαθεί μαζί με τους ίδιους τους σπόρους που έχουν αρχίσει να γίνονται ιδιοκτησίες των πολυεθνικών Monsanto, Byer, Syngenta και άλλων.
Τα χοιρινά, λοιπόν, τα έσφαζαν στις Απόκριες. Ο χασάπης έπρεπε να είναι και ειδικός και δυνατός, γιατί αν δεν σφαζόταν γρήγορα το γουρούνι, μπορούσε να του ξεφύγει με το μαχαίρι στον λαιμό και να το κυνηγούν στα χωράφια. Υπήρχε ένα μεγάλο καζάνι που έβραζε νερό για να το ξεθερμίσουν (να το μαδήσουν από τις τρίχες) και εκεί στην θράκα της φωτιάς πέταγαν πάνω τον καρύτζαφλα (εκλεκτά κομμάτια κρέατος από τον λαιμό) και μόλις ψηνόταν, τον συνόδευαν με ζεστό σιταρένιο ψωμί και ωραίο ή ξιδιασμένο κρασί – ανάλογα με το τί είχε ο καθένας. Τα πιτσιρίκια περίμεναν τον χασάπη να βγάλει την φούσκα (ουροδόχο κύστη) του γουρουνιού που την φούσκωναν και έπαιζαν μπάλα. Από το χοιρινό, ανάλογα με το μέγεθος, πωλούσαν μέρος του και από το υπόλοιπο έφτιαχναν τσιγαρίδες που μοσχοβολούσε ο τόπος. Οι τσιγαρίδες ήταν το φαγητό που έδινε ενέργεια στον σκληρά εργαζόμενο αγρότη της εποχής. Θυμάμαι ακόμη την θεϊκή μυρωδιά-ευωδία από τις τσιγαρίδες με αυγά, τα καλοκαίρια που δουλεύαμε στα χτήματα, στις σταφίδες μας, κόβοντας χορτάρι ή κάνοντας άλλες εργασίες!!!
Το χορτάρι ήταν ένα είδος φυτού της οικογένειας του καλαμιού που το έλεγαν βούλιαρη και ήταν ένα θεσπέσιο έδεσμα για τα μεταφορικά ζώα όπως οι γάιδαροι και τα άλογα. Το χορτάρι κοβόταν γιατί ήταν μέρος της καλλιέργειας, καθαρισμός ζιζανίων δηλαδή, αλλά από την άλλη πλευρά είχε χρησιμότητα γιατί αποξηραμένο ήταν η χειμερινή τροφή των ζώων. Κάθε νοικοκυριό είχε και την γίδα του (κατσίκα του) και την προβατίνα του. Αυτά τα ζώα γεννούσαν ένα η δύο κατσίκια ή αρνιά και έτσι στις γιορτές των Χριστουγέννων, αλλά και το Πάσχα υπήρχε για την οικογένεια ένα σφαχτό να γιορτάσει. Δεν ήταν μόνο αυτό ήταν και το φρέσκο γάλα που υπήρχε στην οικογένεια τουλάχιστον για επτά μήνες το χρόνο. Ήταν το ξινόγαλο που μαζί με το αλεύρι που είχαν έφτιαχναν τραχανά, τέλειο χειμωνιάτικο φαγητό και χυλοπίτες για όλο το χρόνο. Έφτιαχναν γιαούρτι και φέτα πολυτελείας αρνίσια ή κατσικίσια.
Η αυτάρκεια λοιπόν ήταν μια γενικευμένη κατάσταση στην οικιακή οικονομία, αλλά δεν εξαντλείτο μόνο στην γεωργική παραγωγή. Για παράδειγμα, το μαλλί από το πρόβατο γινόταν νήμα μάλλινο και έπλεκαν πουλόβερ και ζακέτες, ζεστές, λευκές και ανθεκτικές.
Κάποια στιγμή ήρθαν κάτι γεωπόνοι στα καφενεία του χωριού και είπαν ότι έχουν ένα φάρμακο που καταργεί το σκάψιμο!!! Όλοι έτρεξαν «να πάρουν πληροφορίες και υλικό» και να το εφαρμόσουν. Το φάρμακο δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα σκληρό και επικίνδυνο ζιζανιοκτόνο που ξέραινε τα χορτάρια στις σταφίδες και τα αμπέλια και έτσι νόμιζαν ότι δεν χρειάζεται σκάψιμο που είναι πολύ σκληρή δουλειά. Ράντισαν όλοι και με μεγάλες δόσεις. Δεν έμεινε κανένα χορτάρι και κανένα άλλο ζωύφιο (σκαθάρια γαιοσκώληκες κτλ) και όταν το έδαφος ξεπλύθηκε από τις βροχές, το φάρμακο πήγε στα λαγκάδια και δεν έμεινε κανένα ψάρι, καβούρι, χέλι και άλλα ζωύφια ούτε εκεί. Φίδια και σκορπιοί εξαφανίστηκαν. Πλήρης οικολογική καταστροφή! Τα τελευταία χρόνια που η χρήση ζιζανιοκτόνων έχει περιοριστεί άρχισαν να εμφανίζονται στα λαγκάδια μερικά ψάρια, αλλά έχει προκύψει έντονο το πρόβλημα της μόλυνσης από τα σκουπίδια οργανικά και μη που πετάνε οι άνθρωποι γιατί δεν υπάρχουν τα γουρούνια για να τα ανακυκλώνουν.
Πέρασαν τα χρόνια λοιπόν και σταδιακά, χωρίς να το καταλάβουμε, χάσαμε την παράδοση και προσπαθούμε να την βρούμε τώρα μέσα από την διαφήμιση και από διάφορες εκπομπές που απώτερος σκοπός τους είναι να επωφελούνται από την άγνοιά μας. Εκτός των αστικών κέντρων η παράδοση και η γνώση έχει χαθεί και για τους κατοίκους της υπαίθρου. Δύσκολα θα βρούμε σήμερα σε χωριά κάποιον που να έχει δικές του κότες, γουρούνι, προβατίνα ή να παράγει τα δικά του λαχανικά. Είναι αυτό που λέμε καταμερισμός εργασίας. Σήμερα οι νέοι δεν ξέρουν να μαγειρεύουν γιατί έχει αντικατασταθεί η γνώση από τις εταιρείες που μαγειρεύουν για εσάς πριν από εσάς, από τα delivery, από τις εκπομπές μαγειρικής στην τηλεόραση από κάτι ανεκδιήγητους μαγείρους με πολύ κρέμα γάλακτος και μπεσαμέλ που δεν έχουν καμιά επαφή με την πραγματικότητα.
Έτσι λοιπόν θα περάσει ακόμη ένας χρόνος που θα μας απομακρύνει έτι περαιτέρω από την παράδοση. Αυτά λοιπόν και εύχομαι όλοι μας να έχουμε υγεία και ευημερία το 2024.

– Διαβάστε στον υπερσύνδεσμο ρεπορτάζ της εκλεκτής Κατρίν Ντενέβ σε αγρόκτημα της Νορμανδίας που διατηρεί την παράδοση στην αυτάρκεια του νοικοκυριού: https://giorgoskatsadonis.blogspot.com/2023/12/blog-post_42.html?fbclid=IwAR1VsTxgfaUmIaKETq92vdEbfmJjSrR3r_47PVdmESGJIHuizv6MzVXyt1U

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή