Έχω κουραστεί αυτές τις μέρες να ακούω από όλους σχεδόν τους δημοσιογράφους να διατυπώνουν αυτή την ερώτηση προς τους αγρότες, οι οποίοι εδώ και δύο βδομάδες βρίσκονται σε κινητοποιήσεις, διεκδικώντας το αυτονόητο: να μπορούν να παράγουν τα αγροτικά προϊόντα χωρίς να «μπαίνουν μέσα».
Καταλαβαίνω ότι το κλείσιμο των εθνικών οδών θα προκαλέσει προβλήματα και σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους αλλά, όπως έχουν δείξει μέχρι τώρα, οι αγρότες ακολουθούν ήπιας μορφής κινητοποιήσεις. Μπορεί βέβαια τις επόμενες μέρες να τους δούμε να κλείνουν τελικά τους εθνικούς δρόμους αλλά δεν είναι αυτό το μείζον. Το μείζον είναι τα προβλήματα των αγροτών τα οποία ζητούν άμεση λύση.
Εδώ κλείνουν οι δρόμοι της Αθήνας σε καθημερινή σχεδόν βάση από 100 άτομα και τόσος θόρυβος δεν γίνεται.
Αυτοί που ενδιαφέρονται τώρα για το αν θα κλείσουν τελικά οι δρόμοι από τους αγρότες, δεν ενδιαφέρθηκαν να μάθουν ποιά είναι τα προβλήματά τους και τί αγώνα δίνουν σε καθημερινή βάση στα χωράφια τους για να μπορέσουν να ζήσουν. Και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τον Πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος είπε: «Είμαστε ανοικτοί στο διάλογο αλλά με ανοικτούς δρόμους.» Μα τόσο καιρό, κ. Πρωθυπουργέ, ανοικτοί ήταν οι δρόμοι αλλά κανείς δεν έδινε σημασία στα αιτήματα των αγροτών.
Επειδή κατάγομαι από αγροτική οικογένεια και επειδή και σήμερα είμαι αγρότης, όχι κατά κύριο επάγγελμα αλλά ειδικού καθεστώτος, γνωρίζω κάποια πράγματα.
Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί κατακόρυφα το κόστος καλλιέργειας όλων των αγροτικών προϊόντων. Η τιμή πετρελαίου, ηλεκτρικού ρεύματος και λιπασμάτων είναι θηλιά στο λαιμό του αγρότη. Η καλλιέργεια στα χωράφια είναι δύσκολη, έχει μεγάλο κόστος και πολλές φορές χωρίς αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει εγγύηση ότι εγώ, για παράδειγμα, που καλλιεργώ ελαιόδεντρα, στο τέλος θα πάρω και την ανάλογη ποσότητα ελαιολάδου. Όλα εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια και ειδικά στην περιοχή της Μεσογείου, έχουν αλλάξει δραματικά – προς το χειρότερο βέβαια!
Διαμαρτύρονται οι καταναλωτές – και δικαίως! – γιατί η τιμή του ελαιολάδου έχει αυξηθεί αλλά τη μερίδα του λέοντος του ποσοστού αύξησης δεν την παίρνουν οι αγρότες αλλά οι μεσάζοντες. Εγώ πέρσι πούλησα το λάδι 4 ευρώ το κιλό, ο καταναλωτής το αγόρασε από τα σούπερ μάρκετ 15 ευρώ το κιλό, δηλαδή αύξηση 360% περίπου! Από το χωράφι στο ράφι μεσολαβούν δύο εταιρίες: αυτή της τυποποίησης κι αυτή της πώλησης, οι οποίες όχι απλώς κερδίζουν, που είναι απόλυτα θεμιτό, αλλά αισχροκερδούν. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα αγροτικά προϊόντα.
Άκουγα προχθές έναν αγρότη, παραγωγό ρυζιού που έλεγε ότι πούλησαν το ρύζι στις εταιρίες προς 0,22 ευρώ το κιλό και στα σούπερ μάρκετ φτάνει 1,70 ευρώ το κιλό.
Το φαινόμενο των μεσαζόντων δεν είναι βέβαια σημερινό, έρχεται από πολύ παλιά. Μάλιστα, ο συνθέτης ο Θωμάς Μπακαλάτος την δεκαετία του ‘80 τους είχε αφιερώσει κι ένα τραγούδι στο δίσκο του «Τα αγροτικά» που έλεγε τα εξής:
«Πάει καλά φέτος η χρονιά, πάει καλά
πρόκοψαν όλα τα σπαρτά.
Θά’ρθουν πάλι τσούρμο οι μεσάζοντες,
θα κερδοσκοπήσουν οι μεσάζοντες
και μεις τα ίδια θά’μαστε άλλη μια φορά.
Μας παίρνουν τη σοδειά φθηνά.
Όχι δεν πουλάμε, όχι δεν πουλάμε».
Βέβαια για να λέμε όλη την αλήθεια για τις χαμηλές τιμές που πουλάνε οι αγρότες τα προϊόντα τους ευθύνη έχουν και οι ίδιοι γιατί δεν έχουν μάθει να συνεργάζονται, δεν έχει καλλιεργηθεί η κουλτούρα του συνεταιρίζεσθαι. Όταν εγώ λέω στους συγχωριανούς μου ότι επειδή δεν συνεργάζονται, επειδή δεν τυποποιούν το αρίστης ποιότητας ελαιόλαδο που παράγουν χάνουν κάθε χρόνο περίπου 1 εκατ. ευρώ, σφυρίζουν αδιάφορα.
Τέλος θα πρέπει να μάθουν κάποια στιγμή και οι αγρότες μας ότι υπάρχουν και άλλες καλλιέργειες εκτός από αυτές τις οποίες έμαθαν και με τις οποίες μεγάλωσαν. Θα πρέπει να γίνει αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και ως προς τα προϊόντα που θα παράγονται αλλά και ως προς τον τρόπο παραγωγής. Επιτέλους, ας παραδειγματιστούμε από την Ολλανδία.