Ο μουσικός ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΛΥΓΝΟΣ μιλάει στην Μαίρη Γκιώνη – Λαρεντζάκη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948. Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο και ιδιωτικά με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου. Επίσης μελέτησε Βυζαντινή και Δημοτική μουσική με τον Μ. Φ. Δραγούμη, πιάνο με την Χ. Τόμπρα και δούλεψε στο Ελληνικό Εργαστήρι Ηλεκτρονικής Μουσικής. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές σύνθεσης στο Guildhall School of Music & Drama στο Λονδίνο, όπου επίσης μελέτησε εθνομουσικολογία και παρακολούθησε σεμινάρια με τους W. Lutoslawski και Hans-Werner Henze.
Έχει γράψει μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο, ηλεκτρο-ακουστικά κομμάτια, έργα μουσικής δωματίου, έργα για πιάνο, ορχήστρα, για σόλο όργανα, χορωδιακά, μουσικό θέατρο, μία σκηνική καντάτα, δύο κουαρτέτα εγχόρδων, ένα μιούζικαλ, κύκλους τραγουδιών και τραγούδια.
Έργα του έχουν παρουσιαστεί και ηχογραφηθεί σε Ελλάδα και Κύπρο, διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ΗΠΑ, Νότιο Αφρική, Αυστραλία και στην Κωνσταντινούπολη υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχη. Έχει συνεργαστεί με το Βρετανικό Συμβούλιο, το Αμφι-θέατρο του Σ. Ευαγγελάτου, το Φεστιβάλ των Παξών, το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο και τον σαξοφωνίστα Στ. Μαυρομμάτη. Από το 2003 ως το 2014 ήταν εκδότης του περιοδικού της Ε.Ε.Μ. «μουσικής Πολύτονον». Επίσης υπήρξε συνεργάτης διαδικτυακού περιοδικού TaR και άλλων εντύπων.
«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε και πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΥΓΝΟΣ: Σε μία σχετικά ευκατάστατη μεσοαστική οικογένεια στην Αθήνα, χωρίς καθόλου καλλιτεχνικές ή πνευματικές ανησυχίες. Όμως η μητέρα μου, που είχε βγάλει μόνο Γυμνάσιο, είχε διάφορα ενδιαφέροντα και μας πήγαινε σε διάφορες εκδηλώσεις. Σαφώς της χρωστάω την γνωριμία με το «Θέατρο Τέχνης» του Κουν, όπου από πολύ μικρή ηλικία είδα παραστάσεις όπως ο Ρινόκερως του Ionesco, «Ο Θάνατος του Εμποράκου» του Miller και τα έργα του Tenessee Williams. Το καλοκαίρι μας πήγαινε συχνά στο Ηρώδειο. Στην Κρατική ίσως μια-δυο φορές μόνο.
«Π»: Τί σας ώθησε στη μουσική;
Κ.Λ.: Το μικρόβιο της Rock του ’60 και οι Beatles! Όμως με τη μουσική γενικά είχα ένα ενδιαφέρον που πήγαινε πιο πέρα από αυτά που άκουγαν οι φίλοι και οι παρέες και με τους οποίους συνήθως διαφωνούσα καθώς υποστήριζα φανατικά τους Beatles και πολλές επιτυχίες της εποχής τις έβρισκα παιδαριώδεις.
Στο σπίτι ακούγαμε πολύ λίγο Τρίτο Πρόγραμμα. Είχαμε κάποιους δίσκους 45 στροφών extended play, από τους οποίους θυμάμαι τον «Μολδάβα» του Smetana, Το μπαλέτο Copelia και την Πολωνέζα σε Λα ύφεση του Chopin με τον Jose Iturbi. Popular Classics δηλαδή. Υπήρχε και μία Συμφωνία του Beethoven σε δίσκο Long Play. Από την άλλη κάθε απόγευμα μετά το σχολείο άνοιγα τον Σταθμό της Αμερικάνικης Βάσης.
«Π»: Μιλήστε μας για τις μουσικές σπουδές σας. Τελειώνουν ποτέ οι μουσικές σπουδές;
Κ.Λ.: Οι τυπικές με την έννοια των Ωδείων, τα ιδιαίτερα μαθήματα με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου, το πιάνο, αργότερα το Guildhall στο Λονδίνο, ήταν αρκετά αργά ως πολύ αργά. Μετά τα είκοσι. Ως προς το δεύτερο, πιστεύω ότι η «σπουδή» γενικότερα δεν σταματά ποτέ. Είτε μελετάς κάτι που ήδη ξέρεις, είτε γνωρίζεις ένα νέο κομμάτι, είτε γράφεις κάτι καινούργιο, πάντα κάτι προστίθεται σε ό,τι γνωρίζεις και καταλαβαίνεις. Έτσι πάντα κάτι μέσα σου αλλάζει.
Συμφωνώ πολύ με τον Bartok που έλεγε πως η σύνθεση δεν διδάσκεται. Όταν γράφεις, είσαι μόνος σου με το χαρτί, το computer ή το πιάνο σου. Στην καλύτερη περίπτωση ένας δάσκαλος αν καταλάβει κάπως τί πας να κάνεις, μπορεί να σου δώσει κάποιες κατευθύνσεις ή ιδέες. Αν όχι, μπορεί και να σου «στραμπουλήξει» αυτό που ψάχνεις. Εμένα μου έχει συμβεί με κάποιους από τους οποίους πέρασα. Αυτά που μπορούν να διδαχτούν είναι τα τυπικά-ακαδημαϊκά: κυρίως η Αρμονία και ίσως η Αντίστιξη.
«Π»: Ποια η σχέση σας με τον Ιάννη Ξενάκη;
Κ.Λ.: Αρκετά περίεργη θα έλεγα… Τον γνώρισα προσωπικά σε μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή. Είχε μόλις επιστρέψει στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης όταν άρθηκε η θανατική του καταδίκη για λιποταξία. Τρέξαμε τότε τρεις Ρηγάδες να του πάρουμε μία συνέντευξη για το «Θούριο». Προσωπικά τον συμπάθησα. Μου άρεσε ο περίεργος χαρακτήρας του και η αρκετά άκαμπτη ευθύτητα του. Όμως πέρα από αυτά, τότε ήταν ανάμεσα στα δέκα-δώδεκα ονόματα της Διεθνούς Πρωτοπορίας που έχαιραν μεγάλης και διεθνούς εκτίμησης.
Αυτά τότε… Σήμερα το avant-garde έχει κλείσει τον κύκλο του. Υποστήριξα ξανά και ξανά τη μουσική του σε διάφορους φίλους, όμως σιγά-σιγά τα αδιέξοδα φαίνονταν όλο και πιο πολύ. Ο Θόδωρος Αντωνίου πολύ σωστά είπε πως ένα από τα πράγματα που έκανε η Πρωτοπορία ήταν να μας δείξει όλα εκείνα που δεν μπορούσαν να γίνουν. Μουσικά ο Ξενάκης ανήκει εκεί. Πρόκειται για μια μουσική με την οποία έχω ξεκόψει.
«Π»: Θα μας παρουσιάσετε την εργογραφία σας;
Κ.Λ.: Είναι ανάγκη; Όταν ήμουν εκδότης στο ΠΟΛΥΤΟΝΟν συχνά τσακωνόμουν για τα άρθρα όπου ο συγγραφέας έβαζε έναν ατέλειωτο κατάλογο από τίτλους έργων. Είναι το τελευταίο που ενδιαφέρει τον μέσο αναγνώστη! Μπορώ να αναφέρω κάποια έργα που όπως είπα και πριν θεωρώ πως πέτυχαν. Επίσης είναι προσβάσιμα σε όποιον μας διαβάζει γιατί είναι στο YouTube.
Τέτοια είναι το «Baker’s Dozen» – έργο 1, (Δωδεκάδα του Φούρναρη στα ελληνικά), Η Σπηλιά του Διρού (από τις «Τρεις Εικόνες από τη Μάνη», οι «Τρεις Απλές Μελωδίες» για πιάνο και οι «Παραλλαγές στην Οδό Ονείρων» για μικρή ορχήστρα. Από ‘κει και πέρα υπάρχουν πολλά μικρότερα που συμπαθώ: Το «Impromptu Mambo» για κουαρτέτο Σαξοφώνων, το «Brazileiro» για σόλο Bayan, To «Two Guitars in the MID-I-Night» για δύο ηλεκτρικές κιθάρες και το πιο τελευταίο «Memory of Michelle» για πιάνο.
«Π»: Ποια η συμβολή σας στο περιοδικό Πολύτονο;
Κ.Λ.: Είναι μία γλυκόπικρη ιστορία! Δουλέψαμε πολύ σκληρά και με πολύ ενθουσιασμό για πολλά χρόνια. Το feedback που είχαμε ήταν γενικά θετικό, κυρίως από κόσμο εκτός μουσικού χώρου. Ήμουν Εκδότης, Αρχισυντάκτης, αρθρογραφούσα και πήρα τις περισσότερες Κεντρικές Συνεντεύξεις. Δυστυχώς και εδώ στο τέλος «κέρδισε» η μιζέρια του μουσικού χώρου και το ΠΟΛΥΤΟΝΟν έκλεισε λόγω οικονομικών δυσκολιών.
«Π»: Έχετε πλούσιο βιογραφικό. Τί άλλο θα θέλατε να κάνετε;
Κ.Λ.: Θα ήθελα κάποια πράγματα που έχω γράψει και θεωρώ επιτυχημένα να μπορέσουν να παιχτούν, όμως καλά! Επίσης κάποια που ήδη παίχτηκαν αλλά αξίζουν τον κόπο. Θέλω και άλλες εκτελέσεις.
«Π»: Ξεχωρίζετε κάποια από τις σημαντικότατες συνεργασίες σας;
Κ.Λ.: Αναμφισβήτητα εκείνη με τον Γιώργο Δεμερτζή! Με το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο έπαιξε το (εξαιρετικά στριφνό) Πρώτο μου Κουαρτέτο, «A bout de souffle». Είναι αυτός που με έβαλε στην πρίζα και μέσα σε ελάχιστο χρόνο έγραψα τον «Αυτοσχεδιασμό για σόλο βιολί» πάνω στο Χελιδονάκι. Η ηχογράφηση που υπάρχει δική του είναι.
Επίσης, Θόδωρος Αντωνίου. Δεν έκανε κάτι το ιδιαίτερο ειδικά για εμένα, όμως πάνω από τριάντα χρόνια, ως Πρόεδρος της Ένωσης και με το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής, έδωσε βήμα σε αναρίθμητους νέους συνθέτες.
Σημαντική ήταν και η συνεργασία μου με τον Βύρωνα Φιδετζή.
«Π»: Τί είναι η μουσική για εσάς;
Κ.Λ.: Πολλά και διαφορετικά πράγματα! Δεν πιστεύω πως η μουσική είναι μία «διεθνής γλώσσα», ούτε συμφωνώ πως απλώς χωρίζεται σε καλή και κακή. Υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις, ειδών, αισθητικής, ήχου, κουλτούρας… Αυτός είναι και ο λόγος που τόσοι πολλοί ακροατές ακούνε μόνο κάποια είδη. Εγώ ακούω πολλά και διαφορετικά. Αρκεί να έχουν κάτι να πουν.
«Π»: Πώς βλέπετε σήμερα την μουσική στον τόπο μας; Τί έργο παράγεται και τί θα βοηθούσε την κατάσταση;
Κ.Λ.: Ας αφήσουμε τα παράπονα και ας δούμε τη μεγάλη εικόνα: Από πού ξεκίνησε η κατάσταση, ή πώς ήταν τα πράγματα την εποχή του Σκαλκώτα ή το 1950. Τότε θα διαπιστώσουμε μία πρόοδο. Αργή, βασανιστική και ίσως πολύ λίγη, αλλά υπαρκτή. Όμως θεωρώ ότι ακόμα ισχύει το κύριο άρθρο με το οποίο ξεκίνησε το ΠΟΛΥΤΟΝΟν, πίσω στον μακρινό Νοέμβρη του 2003. Γράψαμε τότε πως στην Ελλάδα η μουσική είναι ο φτωχός συγγενής του πολιτιστικού χωριού. Ακόμα και σήμερα δυστυχώς έτσι είναι…
«Π»: Ποια η γνώμη σας για τη μουσική εκπαίδευση στην χώρα μας;
Κ.Λ.: Υπάρχει πολύ ταλέντο και αρκετές γνώσεις. Επίσης σε ορισμένα άτομα και χώρους πολύ πείσμα που είναι χρήσιμο γιατί χάρη σ’ αυτό γίνονται πράγματα. Υπάρχει όμως ένα όριο στο τί μπορεί να γίνει έτσι. Τελικά χρειάζεται μέθοδος, κατανόηση, θεσμικό πλαίσιο και διάθεση της ίδιας της κοινωνίας να υποστηρίξει την προσπάθεια. Όλα αυτά είτε λείπουν εντελώς, είτε είναι στα σπάργανα.
«Π»: Αρθρογραφείτε, κάνετε συνεντεύξεις σε μεγάλους μουσουργούς γράφετε, κάνετε διαλέξεις. Τί χρόνο απαιτούν όλα αυτά;
Κ.Λ.: Τον τελευταίο καιρό βασικά γράφω. Οι συνεντεύξεις και η αρθρογραφία ανήκουν στην εποχή του ΠΟΛΥΤΟΝΟν. Έχω δώσει μερικές συνεντεύξεις σαν αυτήν εδώ και αφιέρωσα κάποιο χρόνο να φτιάξω τα video για τα τελευταία κομμάτια που αναρτήθηκαν. Για το YouTube αυτό είναι απαραίτητο! Μου αρέσει κιόλας γιατί το καταφέρνω, αλλά σίγουρα τρώει από το χρόνο της σύνθεσης. Υπάρχει ένα όριο στο πόσα πράγματα μπορεί κανείς να κάνει, ακόμα και με την πιο σφιχτή διαχείριση του χρόνου, ακόμα και με τον πιο μεθοδικό προγραμματισμό.
«Π»: Η μουσική σταματά τον χρόνο;
Κ.Λ.: Σίγουρα τον αλλάζει! Το καλό παράδειγμα εδώ είναι πως μπορεί να ακούσουμε ένα κομμάτι με μεγάλη διάρκεια και να μην καταλάβουμε πώς πέρασε η ώρα. Από την άλλη κάτι που δεν μας αρέσει ή δεν το καταλαβαίνουμε μπορεί να μας φανεί ατελείωτο και ας είναι σχετικά σύντομο.
«Π»: Ποιοι οι μουσουργοί που είχατε ως πρότυπα;
Κ.Λ.: Υπάρχουν πολλοί συνθέτες αλλά και τραγουδοποιοί που τους εκτιμώ και με έχουν επηρεάσει. Για λόγους «προσωπικής μυθολογίας» αναφέρω τον Bartok για τη χρήση που έκανε στο folklore. Για εμάς τους Έλληνες ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Κυρίως για όσους δεν είχαμε ιδιαίτερο ενθουσιασμό για το διεθνές avant-garde που ήταν τότε η μόδα. Όμως θα απέφευγα τον όρο «πρότυπο». Το πρότυπο δημιούργει ένα τρόπο σκέψης όπου κάποιος προσπαθεί να φτάσει κάτι που ήδη υπάρχει. Αυτό είναι αρκετά επικίνδυνο.
Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε πει να μην ακολουθήσεις ποτέ κάποιον στον δρόμο που έχει ήδη τραβήξει όσο και αν τον θαυμάζεις. Είναι καλύτερα να πάρεις μια άλλη κατεύθυνση και πιθανά οι δρόμοι σας να κάποτε συναντηθούν.
«Π»: Τί σας κινητοποιεί για να δημιουργήσετε;
Κ.Λ.: Απαντώντας λίγο προβοκατόρικα, το deadline! Μια προθεσμία σε κάνει να συγκεντρωθείς και να κατεβάσεις γρήγορα ιδέες. Βέβαια δεν δουλεύει πάντα, και αυτό φαίνεται – δηλαδή ακούγεται – όταν παίζεται το έργο… Όμως και η συνεχής ενασχόληση παίζει ρόλο καθώς υπάρχουν πάντα τριγύρω σκόρπιες ιδέες, μικρά σχηματάκια, συνδέσεις συγχορδιών ή ρυθμικά σχήματα. Συχνά λοιπόν ξεκινάς με το «για να δούμε τί θα βγει από τούτο ‘δω» ή ακούς κάτι και λες «καλό είναι, θα το κλέψω».
«Π»: Τα έργα σας τί πραγματεύονται;
Κ.Λ.: Δεν νομίζω ότι μπορώ να κάνω μια γενίκευση που να περιλαμβάνει τα πάντα. Οι κύκλοι των τραγουδιών έχουν σχέση με την κεντρική ιδέα που έχουν τα ποιήματα. Ο Καββαδίας είναι ένα καλό προφανές παράδειγμα: η θάλασσα και η μοναξιά της, οι μακρινοί τόποι… Το Baker’s Dozen επίσης που είναι μία σειρά από στίχους με θέμα την τουριστική Ελλάδα του ’60.
Κάτι που χαρακτηρίζει πολλά από τα υπόλοιπα κομμάτια μου, κυρίως τα οργανικά, είναι οι μουσικές αναφορές: είτε σε ήδη γνωστές μελωδίες ή σε άλλα κομμάτια. Επίσης συχνά χρησιμοποιώ το ύφος μιας παλιότερης εποχής όπως το Baroque. Όλα αυτά δημιουργούν ένα «εκλεκτικίστικο» ιδίωμα. Από καιρό έχω πάρει αποστάσεις από το avant-garde και κυρίως τα σημερινά παράγωγά του! Δεν με ενδιαφέρει καθόλου μια μουσική που απευθύνεται σε μία δυσκοίλια και ανέραστη σέχτα. Όμως βασικά δεν μου αρέσει και στην ηλικία που έφτασα, δεν είμαι υποχρεωμένος πια να το παίζω «musically correct» για να τα έχω καλά με κάποιους…
«Π»: Σε ποιο όργανο γράφετε μουσική;
Κ.Λ.: Στο πιάνο. Όμως συχνά οι ιδέες έρχονται ανεξάρτητα. Σκέφτομαι κάτι και μετά το δοκιμάζω και το γράφω. Ο ήχος τελικά είναι μεγάλο τεστ!
«Π»: Το έργο την ώρα που το πρωτογράφετε είναι εξ ολοκλήρου στο μυαλό σας;
Κ.Λ.: Αν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο θα ήμουν σε άλλη κατηγορία! Συνήθως ξεκινάω με κάποια βασική ιδέα που τις πιο πολλές φορές είναι η αρχή του έργου. Όμως τελειώνοντας πρέπει κανείς να έχει στο μυαλό του ολόκληρο το έργο αν γίνεται ή έστω πολύ μεγάλα τμήματα.
Η διάρκεια και η πολυπλοκότητα παίζουν ρόλο. Είναι σχετικά εύκολο να συγκρατεί κανείς ένα τραγούδι με τις επαναλήψεις και όπου σημασία έχει βασικά η μελωδική γραμμή. Από ‘κει και πέρα, όσο πηγαίνουμε προς άλλα και μεγαλύτερα είδη, τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα
«Π»: Τί σας θλίβει;
Κ.Λ.: Η υποκρισία, τα μικροσυμφέροντα και η τοξική ατμόσφαιρα που συχνά επικρατεί στο χώρο, ανάμεσα στους συνθέτες αλλά όχι μόνο. Έχω δει συναδέλφους στην πράξη να τα παρατάνε γιατί δεν το αντέχουν καθώς έρχεται καπάκι πάνω στις αντικειμενικές δυσκολίες που έτσι κι’ αλλιώς υπάρχουν.
«Π»: Τί ετοιμάζετε;
Κ.Λ.: Έχω να γράψω την πρώτη κίνηση από ένα οκτέτο σε τρία μέρη. Παράλληλα «χτενίζω» κάποια πιανιστικά που ίσως προς το τέλος του χρόνου εκδοθούν στην Ολλανδία. Μεγάλη εκκρεμότητα είναι το video ενός ορχηστρικού κομματιού (Η Νύχτα της Βαλπούργης) το οποίου το audio έχει γίνει εδώ και καιρό! Τέλος περιμένω την ηχογράφηση του Night Stroll. Ένα κομμάτι για σόλο κιθάρα που μου ζήτησε ο καλός φίλος Σαράντης Αριάνογλου, για να το αναρτήσουμε.