Τελικά, χωρίς να το καταλάβουμε μπήκαμε στον Σεπτέμβρη. Οι καύσωνες άρχισαν να υποχωρούν, οι ξαπλώστρες να μαζεύονται από τις παραλίες, οι μπανιολόγοι στοιβαγμένοι στα καράβια επιστρέφουν, οι μαθητές ψάχνουν να βρουν τις τσάντες τους και η κυβέρνηση φουριόζα γεμίζει το «καλάθι του Μαθητή» για να …τιθασεύσει την ακρίβεια. Τα μπάνια του λαού έφτασαν και φέτος στο τέλος τους και η ζωή, σιγά σιγά, ξαναμπαίνει στη βασανιστική ρουτίνα της καθημερινότητας.
Τελικά, ένας ακόμη ετήσιος κύκλος ιδιαίτερα επεισοδιακός έκλεισε με βαριές καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον και σε περιουσίες από τα ακραία καιρικά φαινόμενα και με το κράτος μας, ως συνήθως, ανέτοιμο και ανίκανο να αμυνθεί.
Γράφοντας για τον ετήσιο κύκλο της ζωής, σκέφτηκα ότι την περίοδο αυτή, εκτός από τον πολιτικό κύκλο του ΣΥΡΙΖΑ που κλείνει επεισοδιακά και εξευτελιστικά, φαίνεται πως προσεγγίζουμε – αν δεν έχουμε ήδη μπει – σε ένα νέο κύκλο συνολικά του πολιτικού μας συστήματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την ολοκλήρωση της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης (2008), έκλεισε και ο πολιτικός μακρύς κύκλος του δικομματισμού. Της εναλλαγής δηλαδή στην κυβερνητική εξουσία των κομμάτων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, η οποία άρχισε μετά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Συνεπώς, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι το πολιτικό μας σύστημα μετά το 2010 μπήκε σε νέο κύκλο με κύριο χαρακτηριστικό την κυριαρχία στο πολιτικό σκηνικό του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το νέο κόμμα, τελική μετεξέλιξη του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, αξιοποιώντας με ανεύθυνο, ακραίο δημαγωγικό τρόπο τις βαριές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο βιοτικό επίπεδο εργαζομένων και με τις βίαιες εκδηλώσεις στο δημόσιο χώρο (λεωφόρους – πλατείες) κυριάρχησε στο πολιτικό σκηνικό. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2015 αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 36,34% και 149 έδρες και με τη στήριξη (παρά το φραστικό αντιδεξιό μένος του) των βουλευτών του δεξιού ΑΝΕΛ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Παράλληλα η Ν.Δ. με 27,81 περιορίστηκε στη δεύτερη θέση και το ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε σε ποσοστά κάτω του 10%.
Τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια, με το περίφημο δημοψήφισμα, την «κωλοτούμπα», τις συμπεριφορές στελεχών του και γενικά τις πρακτικές διακυβέρνησης της χώρας, που ο λαός γελοιογράφησε και λοιδόρησε με τη φράση «πρώτη φορά αριστερά», έσυραν το ΣΥΡΙΖΑ στον εκλογικό γκρεμό του 2019. Στον κυβερνητικό θώκο επανήλθε η Ν.Δ. που συνέχισε να τον κρατά και μετά τις εκλογές του 2023 με σαφείς ενδείξεις εξασθένησης πλέον και κάμψης της εκλογικής φόρας της. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με το κατακερματισμό και τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ αποδυναμωμένο να ψάχνει για αρχηγό, το ΚΚΕ σταθερό στις μικρο – αυξομειώσεις του ποσοστού του, το σμήνος των μικρο-κομμάτων ποικίλων ιδεολογιών και τάσεων (αριστερίστικες, δικαιωματίστικες κλκ. κλπ.) να ανταγωνίζονται για το ελάχιστο εκλογικό ποσοστό της κρατικής επιχορήγησης και βέβαια την παρατηρούμενη κινητικότητα στα δεξιά της Ν.Δ. θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως η ολοκλήρωση και το κλείσιμο του δεύτερου πολιτικού κύκλου της 50χρονης διάρκειας Μεταπολίτευσης.
Με την εικόνα του κομματικού μας συστήματος όπως περιγράφεται πιο πάνω, την κοινωνία, «καθισμένη» και αδιάφορη για την πολιτική, τους πολίτες να αρνούνται ακόμα και να προσέλθουν στις κάλπες για να ψηφίσουν, την αξιοπιστία του αριστερού λόγου σοβαρά τραυματισμένη από τις γνωστές «αριστερές» συμπεριφορές του ΣΥΡΙΖΑ και την επικίνδυνη κατάσταση στη γεωγραφική γειτονιά μας και ευρύτερα στον πλανήτη, δεν θα μπορούσε να δει κανείς με αισιοδοξία το ξεκίνημα και την εξέλιξη του νέου πολιτικού κύκλου. Πολύ περισσότερο που για τα σημερινά προβλήματα που απασχολούν τον μέσο Έλληνα (ανεπαρκές εισόδημα, ανίκανη Δημόσια Διοίκηση, προβληματικό Κοινωνικό Κράτος, απαράδεκτες συνθήκες λειτουργίας των αστικών κέντρων, φυσικό περιβάλλον αφημένο στην τύχη του κλπ.κλπ.) η ευθύνη επιμερίζεται αναλογικά σε όλα τα κόμματα που κατά καιρούς άσκησαν διακυβέρνηση. Εξ αυτού και η διάχυτη στην κοινωνία απογοήτευση και αδιαφορία. Και βέβαια οι πολίτες γνωρίζουν ότι εισέρευσαν τεράστια ποσά στα Δημόσια Ταμεία για έργα εκσυγχρονισμού κλπ, προκειμένου η χώρα να ξεκολλήσει από το παρελθόν αλλά κατασπαταλήθηκαν. Οι ημέτεροι, τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, οι διάφορες συντεχνίες κλπ. κλπ…. είχαν πάντοτε τον τρόπο τους να αποτρέπουν σχεδιασμούς, να ακυρώνουν μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, να εμποδίζουν την υλοποίηση επενδυτικών αποφάσεων ή να αλλοιώνουν τη σκοπιμότητά τους ώστε ένα μέρος του προς επένδυση δημόσιου χρήματος να βρίσκει το δρόμο για τα ταμεία τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα παραπάνω τα γνώριζαν οι ηγεσίες των κομμάτων και συνεπώς μπορούσαν να αποτρέψουν ή έστω να περιορίσουν τη κατασπατάληση πολύτιμων πόρων.
Είναι βέβαιο ότι πολλά μπορούσαν να είχαν γίνει. Τα μέσα υπήρχαν. Τα χρήματα, οι προτάσεις, τα σχέδια και οι μελέτες δεν έλειπαν. Προτεραιότητα των κομμάτων όμως, που εναλλάχθηκαν στο κυβερνητικό θώκο, από την επομένη της ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας πρώτη, αν όχι αποκλειστική, μέριμνα συνιστούσε η διασφάλιση της πρωτιάς στις επόμενες εκλογές. Συνιστούσε και δυστυχώς συνεχίζει να αποτελεί προτεραιότητα όπως αποδεικνύεται από τις πρακτικές της σημερινής κυβέρνησης και την απουσία αποτελεσματικών μέτρων και παρεμβάσεων (αν και εξαγγέλθηκαν κατ’ επανάληψη) που να αποτρέπουν τις συχνές πλέον «στραβές» και να μη χρειάζονται πάντοτε οι συναγερμοί και οι δαπανηρές κινητοποιήσεις του συνόλου σχεδόν του κρατικού μηχανισμού για να αποτραπούν τα χειρότερα που γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια.
Είναι σαφές ότι βρισκόμαστε σε οριακό σημείο και μάλιστα σε μια αρνητική συγκυρία εξαιτίας των όσων συμβαίνουν στη γειτονιά μας και ευρύτερα στη διεθνή σκηνή. Και σ’ αυτή τη συγκυρία για να ξεκολλήσει η χώρα από το παρελθόν χρειάζονται πολιτικές που να αφουγκράζονται και να «συνομιλούν» με την πραγματικότητα. Κι αυτό, κατά γνώμη μου, μπορεί να γίνει μόνο από ένα ενιαίο κόμμα ή συνεργαζόμενα κόμματα με ξεκάθαρο ιδεολογικό στίγμα και προγραμματικές προτεραιότητές το κοινωνικό κράτος, τις ανάγκες των εργαζομένων, την προστασία και βελτίωση των εισοδημάτων τους. Με την έναρξη του νέου πολιτικού κύκλου, συνεπώς, θα ήταν ευχής έργο η ανάληψη σχετικής προσπάθειας για να αποφευχθούν κοινωνικές αναστατώσεις με τις γνωστές βαριές συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο του λαού.