ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΑΛΑΝΟΣ, University of Stirling «Βάζω πάντα στοιχεία τέχνης στις επιστημονικές μου εργασίες ενώ η τέχνη μου βρίθει αναφορών σε επιστημονικά ζητήματα»

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΑΛΑΝΟΣ, University of Stirling  «Βάζω πάντα στοιχεία τέχνης στις επιστημονικές μου εργασίες ενώ η τέχνη μου βρίθει αναφορών σε επιστημονικά ζητήματα»

Ο Δρ Βασίλης Γαλανός, SFHEA, είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Στέρλινγκ με ειδίκευση στην ψηφιακή εργασία και στην ιστορική κοινωνιολογία της τεχνητής νοημοσύνης και του διαδικτύου με άφθονο δημοσιευμένο έργο σε ακαδημαϊκά περιοδικά. Εδώ και μια δεκαετία, έχει αναπτύξει ένα παράλληλο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία και τη ζωή του Λευκάδιου Χερν και έχει αρθρογραφήσει σχετικά με την κοσμοθεωρία του, τη σύγχρονη τεχνολογία στην Ιαπωνία και την πολιτική των Απάτριδων. Εκτός από τον επιστημονικό τομέα, ο Βασίλης έχει ασχοληθεί με διάφορες τέχνες, ως φωτογράφος,σκιτσογράφος και ράπερ. Έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά Yusra και Ταχυδρόμος, είναι συντάκτης του περιοδικού Technology Analysis & Strategic Management ενώ έχει εκτενή δισκογραφία υπό το ψευδώνυμο onesecbeforetheend. Χορτοφάγος και λάτρης των κόμικς.

«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε και πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΑΛΑΝΟΣ: Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη, μεγάλωσα σε μονογονεική οικογένεια. Η μητέρα μου δεν πέρασε μια εύκολη ζωή, περιτριγυρισμένη από οπισθοδρομικές ιδεολογίες και καριερίστικες δοξασίες. Κατόπιν αψιμαχιών με τα πιο κοντινά της άτομα του ανδρικού φύλου, παράτησε τις σπουδές της στην Ιατρική για να αφοσιωθεί σε μένα, αλλά πληρώνοντας το τίμημα της ψυχικής της υγείας εξαιτίας της μοναξιάς και του
φόρτου ευθυνών. Οι ευθύνες πέρασαν σύντομα σε εμένα, αλλά ευτυχώς υπήρχε η μουσική, κυρίως το ραπ και η εξωσχολική μου παιδεία,
τα διάφορα βιβλία που έβρισκα που είχαν να κάνουν με την πολιτική και την τέχνη, κυρίως την αναρχία και τον υπερρεαλισμό. Αυτά, και κάποια
σημαντικά άτομα, στάθηκαν ως πάτημα για να προσανατολιστώ μέσα σε έναν αυταρχικό και υπερβολικά λογικό κόσμο.

«Π»: Πώς είναι η ζωή σας στο Εδιμβούργο;
Β.Γ.: Υπάρχουν δύο Εδιμβούργα. Υπάρχει το Εδιμβούργο του τουρίστα, το οποίο και έζησα ως επισκέπτης το 2015, που με ώθησε να κάνω εδώ τις διδακτορικές μου σπουδές, εξαιτίας της ιστορίας, του Πανεπιστημίου, και της αρχιτεκτονικής του. Και υπάρχει το Εδιμβούργο που πληρώνει το τίμημα μιας μεγαλοπρέπειας ως αποτέλεσμα μιας αλαζονείας του μεγαλείου που επιφέρει ως συνέπεια τον εξευγενισμό, κάτι που δεν είναι άγνωστο και στους κατοίκους της Αθήνας. Η ζωή στο Εδιμβούργο, λοιπόν, ελίσσεται μεταξύ μιας ατελεύτητης δίψας για εύρεση μαγικών στοιχείων και της συνεχούς αποφυγής μιας μεγαλοπρεπούς παρακμής.

«Π»: Μεταναστεύσατε και εσείς όπως εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Έλληνες επιστήμονες; Σκέπτεστε να επιστέψετε στην Ελλάδα;

Β.Γ.: Δε θεωρώ τον εαυτό μου μετανάστη, ή αλλιώς πάντα τον θεωρούσα, ακόμα και όσο έμενα στην Ελλάδα. Στα σίγουρα δεν ταυτίζομαι με τον όρο «Έλληνας». Από τη μέρα που μια δασκάλα στη δευτέρα δημοτικού επέμενε στο να μάς μάθει πως όλα τα ονόματα εθνικοτήτων γράφονται με κεφαλαίο γράμμα εκτός από αυτό των «κακών» Τούρκων, τα ταξίδια έγιναν πρώτη φύση μου, με πολλά από αυτά στην ίδια την Τουρκία, έτσι, για να τη σπάσουμε λίγο στους Έλληνες. Δεν ένιωσα ποτέ μέρος κάποιας εθνικότητας και ίσως το μεγάλο άγνωστο για την καταγωγή μου να βοήθησε λίγο σε αυτό. Μέσω διαδικτυακών κοινοτήτων φιλοξένησα πολλούς ανθρώπους και φιλοξενήθηκα χωρίς χρηματικό αντίτιμο, μια συνήθεια που μού άνοιξε πολλούς πολιτισμικούς ορίζοντες, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας ταξιδιού για σπουδές, μιας και έτσι γνώρισα τους πρώτους μου φίλους διδάκτορες πριν κλείσω τα 20. Κατόπιν, ταξίδεψα στη Σιβηρία και ήρθα πιο κοντά στον νομαδικό τρόπο ζωής που έρχεται πιο κοντά στις αξίες που πρεσβεύω.

«Π»: Πως ειναι το επίπεδο σπουδών στα πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο συγκριτικά με αυτές στην Ελλάδα;

Β.Γ.: Έχω κυνικές απόψεις για αυτά τα θέματα και θα δυσαρεστήσω όσα άτομα περιμένουν τη φράση ότι «στο εξωτερικό είναι τα πάντα τέλεια». Το εξωτερικό δεν είναι ένα πράγμα και η τελειότητα δεν υπάρχει. Εγώ μπορώ να μιλήσω κυρίως για την Ελλάδα, τη Δανία, και τη Σκωτία, στα οποία έχω ζήσει. Στην Ελλάδα, αφενός, έχουμε τον αιώνιο δεινοσαυρισμό, με τη διδακτέα ύλη να παραμένει ίδια για δεκαετίες, παράλληλα με τα προβλήματα της διαφθοράς. Σίγουρα υπάρχει το θετικό είναι ότι οι σπουδές είναι δημόσιες και δωρεάν, αν και το «δωρεάν» είναι σχετικό. Ως γνωστόν, όταν το χρήμα μπαίνει ανάμεσα σε άνθρωπο και γνώση δηλητηριάζει τη μαθησιακή διαδικασία. Περνώντας στη Δανία και στη Σκωτία το ενδιαφέρον είναι ότι τα διάφορα εξω-ακαδημαϊκά βιβλία που δε διδάσκονταν στην Ελλάδα, έχουν πλέον ενσωματωθεί στον πυρήνα της εκπαίδευσης αυτών των Πανεπιστημίων μιας και προηγούμενες γενιές καθηγητών είδαν την αξία τους. Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα μειωμένης αντίδρασης στο σύστημα, μιας και οι φοιτητές, στα χαρτιά, δεν έχουν κάτι για το οποίο μπορούν να αντιδράσουν: δεν έχουν δικτάτορες να επιβάλλουν το φασισμό από τα βιβλία, μα έχουν διδάκτορες που διδάσκουν τα καλά της επανάστασης – με μόνο τίμημα τα δίδακτρα: ένα μεταπτυχιακό μπορεί να στοιχίζει 15.000 λίρες, ή και παραπάνω. Αυτό δημιουργεί έναν στρατό από ελίτ φοιτητές που λαμβάνουν πολύ υψηλή και σύγχρονη εκπαίδευση που
όμως δεν ξέρει τι να την κάνει και γιατί είναι σημαντική.

«Π»: Ποιες δυσκολίες συναντήσατε στη διάρκεια της διαμονή σας;
Β.Γ.: Καθώς είμαι αρκετά εκκεντρικός, τα καλούμενα προβλήματα για τον μέσο φοιτητή ήταν για μένα ευ- καιρίες. Κατόπιν έρευνας, κατάφερα να μείνω πολύ φθηνά ως υποψήφιος διδάκτορας σε μια γειτονιά της εργατικής τάξης συγκατοικώντας με μια εβδομηντάχρονη συνταξιοδοτημένη
καθαρίστρια, που με βοήθησε να κατανοήσω τον πραγματικό ντόπιο τρόπο ζωής. Όπως είπα, υπάρχουν δυο Εδιμβούργα, αυτό του Harry Potter και αυτό του Trainspotting, για να μιλήσουμε με ονόματα σχετικών ταινιών. Το δεύτερο μού είναι πιο αρεστό ως αυθεντικό. Οι δυσκολίες επέρχονται με τα χρόνια, καθώς ο εξευγενισμός κάνει κάθε ενοίκιο, ακόμα και για τους ντόπιους, απαγορευτικό, μιας η στεγαστική κρίση ωφελεί – και ξεζουμίζει οικονομικά – μόνο το κοινό που έρχεται εδώ παροδικά: τους τουρίστες των λίγων ημερών και αυτούς του ενός έτους.
Τουλάχιστον έχουμε το πράσινο, κάποια καλά μουσεία, και τις Μάγισσες.

«Π»: Για ποια επαγγέλματα υπάρχει ζήτηση; Τι σπουδάζουν οι φοιτητές;

Β.Γ.: Ζήτηση υπάρχει για εργασία και απορρόφηση, τα υπόλοιπα είναι διαφήμιση. Σημασία έχει η θέληση και η περιέργεια για γνώση, όσο
κλισέ και αν ακούγεται. Για παράδειγμα, είχα πάει κόντρα στο κύμα του 2000 που έλεγε πως αυτό που έχει «ζήτηση» είναι οι θετικές επιστήμες και οι υπολογιστές. Με τον υπερκορεσμό εξαιτίας αυτών των προσδοκιών, αυτό που συνέβη είναι ένας κατακλυσμός από υπολογιστές εκτός ελέγχου- και με πάμπολλους χαμηλόμισθους εργάτες στους υπολογιστές – οπότε αυτό κάνει όλα εμάς τα άτομα που πήγαμε στη θεωρητική κατεύθυνση στο Λύκειο να έχουμε τώρα ζήτηση μιας και οι ανθρωπιστικές σπουδές – κοινωνιολογία, ιστορία, φιλοσοφία, τέχνες,νομική, πολιτική – μάς βοηθούν να περιηγηθούμε στον τεχνοκρατικό κόσμο των μεγάλων δεδομένων και στην τυφλή πίστη που βλέπει την τεχνολογία σαν Θεό ή σαν Διάβολο.
Είναι σημείο των καιρών πως χρειάζονται άτομα με ανθρωπιστική και τεχνολογική κατάρτιση που σαν μέλισσες μπορούν να κάνουν διασταυρωτές επικονιάσεις μεταξύ ατόμων που φτιάχνουν τις τεχνολογίες και των νομοθετών που οφείλουν να προστατέψουν το κοινό.

«Π»: Είναι η τεχνητή νοημοσύνη και η εξέλιξή της το σενάριο που όλοι έχουμε φανταστεί; Θα επηρεάσει τις κοινωνίες και με ποιον τρόπο;

Β.Γ.: Για πάνω από 150 χρόνια, από τα χρόνια του εργοστασιακού αυτοματισμού ακόμα, η ιστορία έχει δείξει ότι η τεχνητή νοημοσύνη, τα ρομπότ, και οι υπολογιστές, σε κάθε νέα τους ενσάρκωση, γεννά από τη μία μεριά ουτοπολόγους που φαντάζονται ότι τα μέσα αυτά θα επιφέρουν δραστικές λύσεις σε προβλήματα ή θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από τη μισθωτή δουλεία, και από την άλλη δυστοπολόγους που φαντάζονται ότι
τέτοιοι αυτοματισμοί θα μειώσουν τις εργασιακές θέσεις ή ακόμα πως τα ρομπότ θα αναπτύξουν νοημοσύνη ανώτερη από την ανθρώπινη και θα
τους υποδουλώσουν. Είναι μόλις τη δεκαετία του 1950 που ο κλάδος της τεχνητής νοημοσύνης απέκτησε το συγκεκριμένο όνομα. Οι εικασίες
αυτές, στο σύνολό τους, πάσχουν απο την εξής ασθένεια, όπως έχουν σημειώσει κριτικοί τις τεχνητής νοημοσύνης από το 1960 ακόμα: όταν
κάποιος ανεβαίνει πολύ γρήγορα στο δέντρο, νομίζει ότι θα φτάσει στο φεγγάρι. Δυστυχώς ή ευτυχώς, η υπολογιστική δύναμη, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν αρκεί για να μιμηθεί τις υπερβολικά περίπλοκες διεργασίες στους εγκεφάλους ακόμα και ενός σκίουρου ή στο σώμα ενός σαλιγκαριού. Χωρίς την ανάγκη εσχατολογίας, λοιπόν, υπάρχουν άλλα προβλήματα που άπτονται άμεσης επέμβασης, όπως οι μισθοί προγραμματιστών από μεγάλες εταιρείες που προσλαμβάνουν εργατικό δυναμικό σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας, η ομογενοποίηση συμπεριφορών που επιτελείται καθώς χρησιμοποιούμε μέσα κατασκευασμένα με τοπικούς περιορισμούς (για παράδειγμα, εργαλεία σαν το ChatGPT δεν μπορούν να
λειτουργήσουν με ιδιώματα και ντοπιολαλιά) και τα περιβαλλοντικά προβλήματα της ανάπτυξης και χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης.

«Π»: Το διαδίκτυο τι άλλο έχει να μας δώσει;

Β.Γ.: Το διαδίκτυο (ιστορικά, μια τεχνολογία που αναπτύχθηκε παράλληλα ή και σαν μέρος της τεχνητής νοημοσύνης και που τη βοήθησε να
αναπτυχθεί), μάς έδωσε ήδη πολλά, ειδικά στον τομέα της επικοινωνίας. Δυστυχώς, ό,τι και αν μάς έδωσε,πλέον οι μεγάλες εταιρείες που το
ελέγχουν, μάς το παίρνουν πίσω, ή μας ζητούν να πληρώσουμε για να έχουμε πρόσβαση σε αυτό που μάς πρόσφερε, φαινομενικά, δωρεάν, από
το 2000 μέχρι το 2010. Είναι ένα παρόμοιο οικονομικό μοντέλο με τον έμπορο ναρκωτικών που προσφέρει δωρεάν δόσεις σε άτομα που έχουν
ανάγκη διαφορετικές εγκεφαλικές εμπειρίες, όμως μετά τους παγιδεύουν σε ένα σύστημα μεγάλων πληρωμών.Κάτι τέτοιο έγινε με τις μεγάλες εταιρείες του διαδικτύου που προσέφεραν δωρεάν υπηρεσίες για χρόνια, μα τώρα, που είμαστε εθισμένη σε αυτήν την επικοινωνία, ζητούν πολλαπλά ποσοστά μέσω συνδρομών.Αυτό φυσικά ανοίγει πιθανότητες για να σκεφτούμε για αποτοξίνωση και μια ζωή με λιγότερη ηλεκτρονική σύν-
δεση – ή, μπορούμε και να σκεφτούμε μια επανάσταση για (ανα)κατάληψη των μέσων επικοινωνιακής παραγωγής και τεχνητής νοημοσύνης.

«Π»: Συνδυάζετε την επιστήμη με τις τέχνες; Πώς συνδέονται οι δυο κόσμοι αυτοί;

Β.Γ.: Δε θα έλεγα πως είναι διαφορετικοί κόσμοι, και αυτό το καταλαβαίνουμε από τα κοινά τους διλήμματα: κάνουμε τέχνη για το οικονομικό κέρδος ή για την περιέργεια; Κάνουμε επιστήμη για τις απολαβές των εφαρμοσμένων τεχνολογιών ή για την ανάπτυξη της γνώσης; Οι αρχαίες και πρωτόγονες ρίζες της τέχνης και της τεχνικής έχουν να μάς πουν πολλά για τη θέση της επιστήμης αναφορικά με την ηθική και την αισθητική. Προσωπικά βάζω πάντα στοιχεία τέχνης στις επιστημονικές μου εργασίες, ενώ η τέχνη μου πάντα βρίθει αναφορών σε επιστημονικά ζητήματα.

«Π»: Συνδυάζετε την επιστήμη με τις τέχνες. Πώς συνδυάζονται οι δύο αυτοί κόσμοι;

Β.Γ.: Δεν είναι διαφορετικοί κόσμοι. Η Τεχνολογία και τι σημαίνει η Επιστήμη της Τέχνης είναι αμφότερες εφαρμοσμένες επιστήμες. Τέχνη
στον Ελλαδικό χώρο και ακόμα και στις Ινδιοευρωπαικές ρίζες, μιλούσαμε για τεχνική σε κάτι που σε παράγουμε, σε κάτι όμορφο επειδή
είναι ηθικό, καλό και χρήσιμο.

«Π»: Τι σας γοήτευσε στον Λευκάδιο Χέρν και στραφήκατε σε εκεινον και το έργο του;

Β.Γ.: Το 2014 βρέθηκα στην Κέρκυρα και μέσω ενός παιχνιδιού της τύχης (ένα γεμάτο καράβι που με ανάγκασε να μείνω μια παραπάνω μέρα εκεί), επισκέφθηκα το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, στο οποίο στεγάζεται η αίθουσα Λευκάδιος Χερν, Από τα υπομνήματα στο μουσείο, διέκρινα τρομερές παραλληλίες μεταξύ της ζωής του και της ζωής μου. Από το αλισβερίσι της μητέρας του και της δικής μου με τα ψυχιατρικά ιδρύματα, τους εξαφανισμένους πατεράδες, και την κοινή μας μειωμένη όραση, μέχρι την ατελεύτητη περιέργεια για τα πάντα και για την ισότητα μεταξύ όλων των πλασμάτων – και φυσικά η αγάπη μας για πολιτισμούς όπως ο Ιαπωνικός. Για μένα ο Χερν έδωσε μεγάλα μαθήματα για έναν πρώιμο
φεμινισμό και αντιρατσισμό μέσα από τους δύο του γάμους: αφενός με μια έγχρωμη σκλάβα στη Νέα Ορλεάνη – όπου συνέγραψε και το πρώτο βιβλίο
Κρεολικών συνταγών!–, προκαλώντας σκάνδαλο, και αφετέρου παίρνοντας το όνομα της δεύτερης γυναίκας του στην Ιαπωνία (αν και θα
μπορούσε να της δώσει παραπάνω εύσημα για τη βοήθειά της στην καταγραφή των Ιαπωνικών ιστοριών).
Την επόμενη μέρα, όταν εν τέλει γύρισα στη Θεσσαλονίκη, ανοίξα το Τρίτο Πρόγραμμα στο Ραδιόφωνο και πέτυχα σε μια εκπομπή προσκεκλημένη την Τέτη Σώλου να μιλάει για τις τότε φρέσκιες της μεταφράσεις τριών βιβλίων του Χερν, που πλέον έχουν εξαντληθεί, όπως σχεδόν όλα
τα βιβλία του Χερν στα Ελληνικά.Αυτό ήταν για μένα σημάδι, και την επόμενη μέρα παρήγγειλα όσα βιβλία του Χερν ήταν διαθέσιμα. Ο Χερν, με
τη ζωή του, μάς διδάσκει τη φιλοσοφία των Απάτριδων.

«Π»: Μιλήστε μας για το ΖΟΟΜ που θα γίνει στις 23 Φεβρουαρίου για τα 175 χρόνια από τη γέννηση του μεταξύ σας και του καθηγητή Πανεπιστημίου Καναδά Δρ Τζον Βλαχόπουλου, του Τάκη Ευσταθίου, συλλέκτη και δωρητή των έργων του Λευκάδιου Χερν, της Κάλλης
Πετροχείλου, εικαστικού και απογόνου της μητέρας του Χερν, του συλλέκτη Δρ Κυριάκου Τσιφλάκου αλλά και του Γιάννη Φίκα;

Β.Γ.: Αποτελεί μια εξαιρετική προσπάθεια για να έρθει σε επαφή το Ελληνικό κοινό με το έργο του Χέρν μέσα από διαφορετικά πρίσματα ειδι- κών, μιας και υπάρχουν διάφορες παρεξηγήσεις και το ποιος και τι ήταν ο Χερν. Εγω θα μιλήσω για τον ρόλο του και την ηθική του ως δημοσιογράφος, βασισμένος στην πρόσφατη βιογραφία που έγραψε ο Steve Kemme (επίσης δημοσιογράφος και με μειωμένη όραση!) και μια δική μου οκτάμηνη επιστημονική έρευνα για τον ρόλο της σύγχρονης τεχνητής νοημοσύνης στη δημοσιογραφία. Θα κάνω ένα νοητικό πείραμα ρωτώντας
πώς θα αντιδρούσε ο Χερν εάν ταξίδευε σε ένα σύγχρονο ειδησεογραφικό πρακτορείο;

«Π»: Ποιο το αγαπημένος ποίημα του Λευκάδιου Χερν;

Β.Γ.: Υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση για τον Χερν στην Ελλάδα. Εδώ και περίπου πέντε χρόνια, διάφορες ιστοσελίδες τον αποκαλούν «Εθνικό ποιητή της Ιαπωνίας», κάτι που δεν μπορεί να ισχύει μιας και ο Λευκάδιος Χερν δεν ήταν ποιητής – απ ́όσο γνωρίζω δεν εχει γράψει, ή τουλάχι- στον δημοσιεύσει, κανένα ποίημα.Έχει μόνο μεταφράσει Ιαπωνικά Χαϊκού και ένα μακροσκελές ερωτικό ποίημα. Παράλληλα, η Ιαπωνία ήταν ενα μικρό, αν και σημαντικότατο, μέρος της ζωή του. Η ιδέα του «Εθνικού ποιητή» μάλλον προήλθε από τη μανία των Ελλήνων για τον
Ύμνο εις την Ελευθερία, υπερεκτιμημένο ποίημα, κατ’ εμέ!

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή