Φόκο στα Γιαλόξυλα ,καπετάν Αναστασή.



Βγαίνεις στο δρόµο να περπατήσεις και αντικρίζεις παντού ανθρώπους σκυθρωπούς, ανθρώπους επιφυλακτικούς, ανθρώπους τροµαγµένους, πανικόβλητους, τους βλέπεις να τριγυρνούν εδώ και εκεί, λες και έχουν χάσει τα λογικά τους, προσπαθείς να πεις µια καληµέρα κι αυτή η καληµέρα δεν περισσεύει από κανέναν, δυστυχώς δεν υπάρχει περίσσευµα πλέον στους ανθρώπους. 


Σε άλλον είναι λειψά τα χρήµατα, σε άλλον είναι λειψά τα λόγια, σε άλλον είναι λειψά τα χρόνια και σε άλλον είναι λειψό το φαγητό. έχνα λέω αυτά που έζησες σαν παιδί, ξέχνα τη χώρα και τη φυλή που ήξερες, ξέχνα τις γειτονιές, τους φτωχοµαχαλάδες, το παιχνίδι στις αλάνες, τις παιδικές φωνές, τους ανθρώπους που αγά- πησες και σε αγάπησαν, αυτοί οι άν- θρωποι που ήξερες πλέον δεν υπάρχουν. Πολλές φορές σκέφτοµαι, γιατί άραγε τα χρόνια που αφήσαµε πίσω ήταν τόσο όµορφα; Και εκεί που πάω να πλέξω δύσκολες σκέψεις… η απάντηση είναι απλή… «γιατί δεν ζητούσαµε πολλά». 


Χόρταινε το παιδί µε το γάλα της µάνας, χόρταινε η µάνα που έβλεπε το παιδί να µεγα- λώνει, χόρταινε κι ο γέρος που έβλεπε τη ζωή να συνεχίζεται. Με αυτές τις σκοτούρες ο άνθρω- πος ήρθε και αγρίεψε, θέριεψε και έγινε επιθετικός, και έγινε αγνώρι- στος, και έγινε απάνθρωπος γιατί ξερίζωσε απ µέσα του τις ρίζες και την ανθρώπινη φύση. 

Αυτές οι µαύρες σκέψεις µε έκαναν να πεταχτώ απ το κρεβάτι και να κατέβω στο λιµάνι να πάρω µιαν ανάσα, είχα χρόνια να περπατήσω µόνος µου δίπλα στη θάλασσα, να ακούσω το γλυκό της παφλασµό πάνω στη προκυµαία, και να σήµερα σαν επισκέπτης και ταξιδευτής περ- πατώ κάτω απ’ τα αστέρια της όµορφης Κεφαλονιάς, έχω στα πόδια µου το υπήνεµο γλυκολίµανο του Φισκάρδου και στη κορυφή του ουρα- νού το ασηµένιο φεγγάρι του Αυγούστου. 



Είχα να σηκώσω ψηλά το κεφάλι και να δω τα αστέρια από τότε που ήµουν µικρό παιδί, είχα να αντικρίσω το Αυγουστιάτικο φεγγάρι και το ασηµένιο του ποτάµι που χύ- νετε πάνω στη θάλασσα από εκείνα τα καλοκαίρια που δούλευα στα πε- ριβόλια του πατέρα µου, τότε που για κλινοσκέπασµα είχα τον έναστρο ουρανό και για φωτιστικό στο νυχτοδιάβασµά µου το ολόγιοµο φεγγάρι. 

Απόλαυση η µαγεία της βραδιάς, µια ζωγραφιά οι βάρκες στο λιµάνι του Φισκάρδου, και οι σκέψεις έρχονται καταπάνω σαν αγκιστρωµένα χρυσόψαρα, που ανεβάζει το παραγάδι της παιδικής µου µνήµης από το βάθος του µυαλού. 



Θυµάµαι τα καλοκαίρια στα περιβόλια του πατέρα µου, τότε που η τελευταία µέρα στο σχολείο γινόταν η πρώτη µέρα στο περιβόλι και η πρώτη σκληρή επαφή µε την ασκη- τική ζωή. Αυτή η ασκητική ζωή, γέννησε στο µυαλό µου όλα τούτα τα παραµύθια που σήµερα σας περιγράφω. Αυτή η σκληρή ασκητική ζωή κάποια στιγµή συγκρούστηκε µε το σύγχρονο πολιτισµό και τη µαταιοδοξία, ήρθε από την άλλη και η ορµή της νιότης και δηµιούργησε µιαν ανυπέρβλητη ρωγµή µε την ίδια µου τη φύση. Αυτή τη φύση που τόσο πολύ αγάπησα, µα τόσο πολύ απαρνήθηκα στα κατοπινά µου χρόνια, προς χάριν της µαταιότητας, του νεωτερισµού και του σύγχρονου πολιτισµού. 


Όλες αυτές οι υπέροχες παιδικές αναµνήσεις χωρούσαν στο µικρό σι- δερένιο µου κουβαδάκι που έγραφε απέξω «ντοµατοπολτός κύκνος». Στο κουβαδάκι αυτό είχα περάσει για χερούλι ένα χοντρό σύρµα, και κάθε πρωί το γέµιζα µε δυό ντοµάτες, δυό πατάτες και κανά δυό ξερά κρεµµύδια απ το περβόλι και τραβούσα για το στρογγυλονήσι. Ένας χωµατόδροµος περίπου διακόσια τρακόσια µέτρα ένωνε την αποδώ ξηρά µε το στρογγυλονήσι. 


Στο τέρµα σχεδόν του δρόµου, δεξιά εκεί στο υπήνεµο µέρος που ακουµπούσε ο χωµατόδροµος πάνω στο νησί, κάθε πρωί έδεναν τα ψαροκάικα ο καπετάν Περικλής κι ο καπετάν Νικόλας. Από την άλλη πλευρά που το νησί είχε πρόσωπο µε το πέλαγο, γι- νόταν το µέρος άγριο και στοιχειωµένο, µια θεόρατη ψηλή γέφυρα που περπατούσε εκατό περίπου µέτρα µέσα στη θάλασσα, τα σκουριασµένα και πεταµένα βαγόνια που φόρτωναν το µεταλλείο στα καράβια και τα κρεµασµένα εναέρια βαγόνια στα συρµατόσχοινα που κουβαλού σαν από τα σπλάχνα του απέναντι βουνού το µεταλλείο, σου προκαλούσαν φόβο και δέος, µέσα σε τούτες τις µεγάλες και άψυχες υπερκατασκευές, νόµιζες πως ένα αόρατο χέρι είχε εξαφανίσει µε µιας τη ζωή και τους ανθρώπους που σπρώχνανε τα βαγόνια και είχανε µείνει πλέον ξέπνοα σκουριασµένα σιδερένια κουφάρια στο πουθενά. 


Στην από δω µεριά του νησιού, στην άκρη του χωµατόδροµου, στην ήρεµη και υπήνεµη πλευρά, κάθε πρωί την ίδια ώρα, µόλις ο ήλιος ξε- πρόβαλε όλο του το κορµί από την απέναντι ράχη, ερχόταν η λαδωµένη θάλασσα του Αυγούστου και άστραφτε και φώτιζε µε ένα υπέροχο ασηµένιο εκτυφλωτικό φως, ίδιο µε κείνο που περιγράφει ο παπάς το βράδυ της Ανάστασης. 


Από πολύ νωρίς το πρωί έπαιρνα θέση στο χωµατόδροµο πάνω σε ένα βραχάκι και κοι- τούσα καρφωµένος πέρα στη µύτη προς το στρογγυλονήσι να δω ποιο καραβάκι θα ξεπρόβαλε σήµερα πρώτο, ο Κεραυνός του καπετάν Περικλή ή το χελιδονάκι του καπετάν Νικόλα. Και τα δύο καΐκια είχαν βγει από τον ίδιο ταρσανά της Χαλκίδας, αυτόν που από τα αρχαία χρόνια βρί- σκεται ακόµη εκεί δίπλα στο βούρκο. Ο Κεραυνός του Καπετάν Περικλή γλίστρησε πρώτος από τη κοιλιά του ταρσανά και έπεσε στη θάλασσα, ήταν ένα πανέµορφο δεκάµετρο τρε- χαντήρι µε ψηλή καµαρωτή πλώρη και ψηλόλιγνη µυτερή πρύµνη, µε ύφαλα γεµάτα και αφράτα να αντέ- χει το φορτίο και να χορεύει γλυκά στο πελαγίσιο µπότζι. 


Το κατά πολύ µικρότερο τρεχαντηράκι του καπετάν Νικόλα, το χελιδονάκι όπως το ονόµασε µόλις το είδε για πρώτη φορά πάνω στο νερό, δεν βρίσκω λόγια να σας το περιγράψω … η επι- τοµή της φινέτσας, της χάρης και της οµορφιάς, χελιδονάκι όνοµα και πράµα, τέτοια τσαχπινιά και τέτοια σκέρτσο δεν έχετε ξαναδεί, του είχε ζωγραφίσει περίτεχνα ο καπετάν Νι- κόλας δυο υπέροχα µαύρα τσακίρικα µάτια στη πλώρη και µια µυτερή µυ- τούλα, που οµορφότερο Χελιδονοβαρκάκι δεν έχετε ξαναδεί. Η περιποίηση και τα χάδια που του έκανε ο καπετάν Νικόλας ήταν άνευ προηγουµένου, του µιλούσε, το χάι- δευε, του έπλενε τη µουσούδα, του κρατούσε τα κουπιά κρεµασµένα για να µοιάζει από µακριά µε χελιδόνι του ουρανού, του έβαφε σκούρο µπλε το καπάκι και άσπρη σα µπαµ- πάκι τη γάστρα κι έτρεχε κάθε πρωί µε το που ξεπρόβαλε από τη µύτη της στρογγύλης καµαρωτό καµα- ρωτό να δέσει πρώτο στο λιµανάκι. 


Με το που έφτανε στα εκατό µέτρα από τη στεριά, ο καπετάν Νι- κόλας σηκωνόταν όρθιος και φώναζε µε όλη του τη δύναµη «Φόκο στα Γιαλόξυλα, καπετάν Αναστάση», άλλος τόσος γινόµουν µόλις άκουγα το τίτλο τιµής και αναγνώρισης απ τους καπεταναίους. Πριν πάρω θέση πάνω στην πέτρα της πρωινής αναµονής για να φα- νούν οι βάρκες από τη µύτη της στρογγύλης, µάζευα µια αγκαλιά γιαλόξυλα, γιατί µετά το ξεψάρισµα και το πλύσιµο του καϊκιού ο Καπετάν Νικόλας έφτιαχνε να κολατσίσουµε έξω στο γιαλό κακαβιά µε τις ντοµα- τούλες, τις πατάτες και τα κρεµµυ- δάκια που είχα στο κουβαδάκι και µε όλα τα δεύτερα ψαράκια που περίσ- σευαν. Τη στιγµή της κακαβιάς την περίµενα όπως οι πιστοί το αντί- δωρο στο τέλος της θείας κοινωνίας. 


Αυτή η γεύση της κακαβιάς έχει ποτίσει όλο µου το είναι, έχουν γεµίσει όλα τα κύτταρα του κορµιού µου µε εκείνο το ασυναγώνιστο νέκταρ της φύσης … Έτσι όπως περπατώ πάνω στη προκυµαία του Φισκάρδου, βάζω τα χέρια µου στο κεφάλι και κάνω δυο ζαλισµένα βήµατα νοµίζοντας πως κάτι πέρασε µέσα απ το µυαλό µου και µε αποσυντόνισε … Αναστάση … ακούω µια φωνή … µάλλον φταίει το παραγάδι, που τραβούσε τις σκέψεις µου µέσα απ’ το πηγάδι του µυαλού µου… Αναστάση ακούω πάλι µια φωνή… δεν είναι δυνατόν … γυρίζω προς τη θάλασσα που µε καλούσε η φωνή και βλέπω µπροστά µου το Χελιδονάκι … Χελιδονάκι µου εσύ εδώ;;; Πώς βρέθηκες εδώ;;; Αναστάση βρέθηκα εδώ γιατί µε έφερες εσύ µε το µυαλό σου … γιατί µε σκέ- φτηκες, γιατί µε επιθύµησες … γιατί κατάλαβα πως ακόµα µε αγαπάς. Και βέβαια σε αγαπώ, χελιδονάκι µου … 


Αν µε αγαπάς, Αναστάση, θα σε παρακαλέσω να «µη πεις σε κανεναν πως µε είδες» … Χελιδονάκι µου γλυκό, δε θα το πω σε κανέναν … Χελιδονάκι µου τι όµορφο που είσαι, ίδιο όπως ήσουν πριν … Σσσς µη φωνάζεις σου είπα, τίποτα δεν είναι όπως πριν. Τι κάνει ο καπετάν Νικόλας και ο καπετάν Περικλής;;; … Αναστάση, έχω περάσει δύσκολα όλα αυτά τα χρόνια, γινήκαν πράγµατα που δεν είχα φανταστεί … Οι γαµπροί του κα- πετάν Περικλή, αποφάσισαν να πά- ρουν επιδότηση από αυτές που έδινε ο πολιτισµός των Ευρωπαίων, για να αντικαταστήσουν το ξύλινο σκαρί του Κεραυνού µε άλλο σιδερένιο, από αυτά που ξεριζώνουν και σκίζουν τα σωθικά της θάλασσας για να χορτάσει η µαταιοδοξία τους ψάρι, θα τους έδιναν λέει τριάκοντα αργύρια, µόνο αν τους έβλεπαν να κόβουν µε το πριόνι και µε τα ίδια τους τα χέρια το τρεχαντήρι στη µέση … τέτοιο πολιτισµό που πριονίζει την πολιτιστική κληρονοµιά ενός άλλου λαού, να το βράσω ξεσπάει σε λυγµούς το Χελιδονάκι … ∆εν άντεξε ο φουκαράς ο καπετάν Περικλής και του ‘πεσε ταµπλάς βαρύς άνω στο κεφάλι και µέσα σε τρείς µέρες έφυγε απ τη ζωή … την άλλη µέρα ο καπετάν Νικόλας µε φυγάδεψε απ’ τους δικούς του γαµπρούς και πέ- ρασα µε ένα φίλο του στην αποδώ µεριά του Ιονίου … µαράζωσε απ’ τον καηµό του µακριά µου και βαριά άρρωστος πήγε να κάνει παρέα στο καπετάν Περικλή … στα λέω σύντοµα, εξάλλου πόσα να πεις, µέσα σε τόσες λίγες γραµµές για τούτη τη καταστροφή που βλέπω γύρω µου όλα αυτά τα χρόνια.

Αναστάση … για δε µιλάς, γιατί δε γράφεις εκείνα τα ωραία ποιήµατα που έγραφες µικρός, τότε που µι- λούσες για ελευθερία, για τον έρωτα για την αγάπη, για τη φύση που τόσο πολύ σ’ αγάπησε µα συ την απαρνήθηκες… γιατί σιγήσατε όλοι σας … τι πάθατε και κλωθογυρίζετε µεθυσµένοι στις µεγάλες ιδέες … ξέχασες το Χελιδοναβαρκάκι σου που σε πήγαινε βόλτα, δεν αντέχεις πλέον τη µυρωδιά απ’ το σκίνο το πεύκο και τη µυρτιά που µοσχοβολάει το σκαρί µου;;, Θυµάσαι που µου πετούσες νερό στη πλώρη και µου στράβωνες τα µάτια; θυµάσαι τα βότσαλα που πετούσες στη θάλασσα κι έτρεχα εγώ το ανόητο πριν βουλιάξουν να τα πιάσω; θυµάσαι; … Τι;;; Τι έπα- θες, Αναστάση µου, κλαίς;;

Πες µου χελιδονάκι µου τι µπορώ να κάνω για σένα και για το πόνο που σου προκάλεσα;; Πήγαινε Αναστάση πίσω εκεί στα µέρη που ζεις και πες σε όλους τους φίλους σου αυτά που είπαµε σήµερα εδώ, πες τους ότι υπάρχουν ακόµα µερικά ξύλινα βαρκάκια σαν και µένα, υπάρχει ακόµα πολιτιστική κληρονοµιά στο τόπο µας, ας προσπαθήσουν να την προστατέψουν από τα νύχια της σύγχρονης Ευρώπης.

Είναι δυνατόν ένας σύγχρονος πολιτισµός να πριονίζει τη πολιτιστική κληρονοµιά ενός άλλου;;; Είναι δυνατόν µια χώρα της Ένωσης να σου κλέβει τα µάρµαρα και να µην σου τα επιστρέφει πίσω;; Αυτή η φυλή των Ευρωπαίων Ανα- στάση δεν είναι σαν τη δική µας «Αυτοί δεν είναι Φίλοι … είναι Άπα- γες». Αναστάση µου επειδή έχω φοβηθεί πολύ απ’ τους ανθρώπους, θα σε παρακαλέσω να µην πεις σε κανέναν που βρίσκοµαι … Μην πεις σε κανένα πως µε είδες.

Oι άνθρωποι δεν είναι κακοί, Χελιδονάκι µου, απλά είναι ευκολόπιστοι, και η αλήθεια είναι ότι δίχως να το θέλουν µπορεί να σε πληγώσουν και να πάθεις κακό. Αναστάση … αν µε αγαπάς όπως και τότε, αν θέλεις να υπάρχω κάπου µέσα σου, να έρχεσαι που και που να σε βλέπω … φέρε µου και τα παιδιά σου να τα γνωρίσω, αργότερα τα εγγόνια σου να τα πάω µια βαρκάδα, όπως πήγαινα και σένα όταν ήσουνα µικρός, µόνο έτσι θα καταλάβουν τα παιδιά τι σηµαίνει Χελιδονόβαρκα, τι σηµαίνει παράδοση, τι σηµαίνει πολιτισµός, τι σηµαίνει πολιτιστική κληρονοµιά και τι σηµαίνει Ελλάδα.
Χελιδονάκι µου κλαίς;;;

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή