ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΜΑΙΡΗ ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ ΓΚΙΩΝΗ
Σε ποιό περιβάλλον ανατραφήκατε;
Μεγάλωσα σε περιβάλλον µικροαστικό. Ο πατέρας µου ήταν δηµόσιος υπάλληλος.
Ποιά η σχέση σας µε το θέατρο;
Ο αρχικός µου έρωτας ήταν ο κινηµατογράφος όπου ασχολήθηκα, λόγω υψηλού κόστους, κυ- ρίως ηµιεπαγγελµατικά µε αυτόν. Στις όποιες «περγαµηνές µου» είναι ένα βραβείο για την µικρού µήκους ταινία µου «Το πόστο». Το θέατρο το ανακάλυψα χάρη στο θέατρο Καισαριανής τη δεκαετία του ‘80 και έκτοτε ασχολήθηκα συγγραφικά µόνο µε αυτό.
Έχετε γράψει περίπου 20 θεατρικά έργα, πολλά ανεβασµένα σε αθηναϊκές σκηνές, µε επιτυχία. Τι σας ώθησε στην συγγραφή αυτών;
Μια ανεξέλεγκτη εσωτερική ανάγκη.
Τι αγαπάτε στο θέαµα;
Κυρίως αυτό που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια.
Ποιά είναι τα ερεθίσµατα για εσάς στη συγγραφή κάποιου έργου σας;
Τα ερεθίσµατα µου δεν είναι µόνιµα και συγκεκριµµένα. Άλλοτε είναι στιγµιαία και άλλοτε διαχρονικά. Πάντως ο έρωτας είναι ένα από αυτά.
Θαυµάζατε ξεχωρίζατε κάποιον συγγραφέα ιδιαίτερα ως παιδί;
Παιδί διάβαζα κλασικούς συγγραφείς. Ο Γκόγκολ ήταν ένας από αυτούς. Σαν µέστωσε η σκέψη µου, χωρίς ποτέ να περιφρονήσω τον Γκόγκολ, πρόσθεσα στο ρεπερ- τόριο των προτιµήσεών µου τον Σβάρτς, τον Τσέχωφ, τον Πιραντέλλο, τον ΒΙτράκ, τον Ιονέσκο και τον Μρόζεκ.
Ποιά συγγραφικά έργα σε παγκόσµιο επίπεδο ξεχωρίζετε;
Ξεχωρίζω πολλά έργα, όπως «Άµλετ», «Ο δράκος», «Βικτώρ», «Οι εµιγκρέδες», «Οι εµπρηστές», «Η απεργία των κακών», «Ο ρινόκερος», «Οιδίπους τύραννος», «Ο θείος Βά- νιας», «Ο επιθεωρητής», «Έτσι είναι αν έτσι νοµίζετε», «Απόψε αυτοσχε διάζουµε» και πολλά άλλα.
Ως θεατές γινόµαστε κοινωνοί ιδεών – οραµάτων του συγγραφέα;
Μόνο αν είµαστε συνειδητοί θεατές. Αν βλέπουµε το θέατρο σαν δίωρο διάλειµµα χαλαρώµατος και επιδερµικής ψυχαγωγίας, οι ιδέες του συγγραφέα δεν έχουν την απήχηση που εκείνος προσδοκά.
Ποιό απο τα θεατρικά σας έργα ξεχωρίζετε;
Ξεχωρίζω περισσότερα από ένα. «Ο παιχνιδοποιός», «Το κορίτσι του Μόλου», «Η κοιλάδα των κλόουν», «Ο τελευταίος χορός», «Το παιχνίδι των δράκων», «Νύχτα θαυ- µάτων» – διότι υπάρχει ευρεία συµπλοκή πολλών συναισθηµάτων ενώ στον «Παιγνιδοποιό» και την «κοι- λάδα των κλόουν» αναπαράγεται έστω και µε σουρεαλιστικό τρόπο το προαιώνιο πρόβληµα εξουσίας και εξουσιαζοµένων.
Ποιά και πώς είναι η Ελληνική πραγµατικότητα – καθηµερινό- τητα για έναν θεατρικό συγγραφέα;
Νοµίζω πως σπάνια είναι ανιαρή!
Ποιές ανάγκες καλύπτετε στο ξεκίνηµα ένος νέου σας έργου;
Πολλαπλές. Πάντως δεν αρχίζω το γράψιµο αν δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτό.
Μιλήστε µας λίγο για το «Οβάλ Πρόσωπο», το µοναδικό σας µυθιστόρηµα.
Το «Οβάλ πρόσωπο» είναι ένα ερωτικό µεταφυσικό θρίλερ. Ένας αποτυχηµένος ζωγράφος έχει µια µο- ναδική µεταφυσική εµπειρία την ώρα που πίνει, για την απόφασή του να τερµατίσει την καριέρα του. Μια όµορφη κοπέλα τον εκλιπαρεί να την βοηθήσει επειδή κινδυνεύει η ζωή της. Η κοπέλα µετά την έκκλησή της χάνεται κατά αφύσικο τρόπο, εξαναγκάζοντας τον ζωγράφο να την αναζητεί στα βροχερά στενά της Πλάκας. Έκτοτε η κοπέλα εµφανίζεται ως όροµα ή στα όνειρά του. Υπακούοντας σε εσωτερικές παρορµήσεις, ο ζωγράφος επιδίδεται σε µια ανεξέλεγκτη εικονογράφηση όλων των οραµάτων που τον οδηγούν στην εξιχνίαση µιας δολοφονίας που συνέβη στον µεσοπόλεµο. Η έκθεση των δέκα πινάκων του σε έκθεση ζωγραφικής και το ενδιαφέρον ενός ηλικιωµένου άντρα για την αγορά όλων των πινά- κων αντί να δώσει λύση στο θέµα πε- ριπλέκει ακόµα περισσότερο την ψυχική αβεβαιότητα του ζωγράφου που, λατρεύοντας το κορίτσι µε το οβάλ πρόσωπο, χάνει στο τέλος το δικό του.
Ποια η διαφορά ενός θεατρικού έργου µε το λογοτεχνικό;
Το θεατρικό είναι πιο απαιτητικό γιατί υπάρχει άµεση επαφή του συγγραφέα µε το κοινό µέσω των διαλόγων και των δρωµένων, ενώ το µυθιστόρηµα είναι πιο απαι- τητικό σε κόπο και χρόνο.
Μπορείτε να ζήσετε µε τη συγγραφή; Η δουλειά σας στο θέατρο αµείβεται καλά;
∆υστυχώς, τίποτα από τα δύο δεν συµβαίνει. Η εποχή των παχουλών αγελάδων και για τους συγγραφείς παρήλθε, φοβάµαι, ανεπιστρεπτί.
Πότε ανεβαίνει και πού το θεατρικό σας έργο «Το κορίτσι του µόλου»;
«Το κορίτσι του µόλου» ανεβαίνει στο θέατρο Studio Κυψέλης στις αρχές του ∆εκέµβρη.
Τι ονειρεύεστε;
Ο άνθρωπος που θα πάψει να ονειρεύεται είναι αναγκασµένος να ζήσει νοµοτελειακά τη ζωή του περιµένοντας, όπως τα υπόλοιπα όντα της δηµιουργίας, το φυσικό του τέλος