Ομιλία του
προέδρου της ΔΗΜΑΡ, Θανάση Θεοχαρόπουλου,
στην Βουλή για
τον Προϋπολογισμό
Η ομιλία του προέδρου της
ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Θανάση
Θεοχαρόπουλου, στην Βουλή στην διευρυμένη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής
Ομάδας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με θέμα τον Προϋπολογισμό του 2017:
“Βρισκόμαστε
σήμερα εδώ και συζητούμε για ένα από τα πιο κρίσιμα θέματα, τον προϋπολογισμό
και την οικονομία. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη παράγει πολιτικές, καταθέτει προτάσεις,
ασκεί ουσιαστική αντιπολίτευση. Η σημερινή συζήτηση έρχεται ως συνέχεια και
άλλων δράσεων, όπως τα εργασιακά και τα κόκκινα δάνεια. Στο Κοινοβούλιο η
Δημοκρατική Συμπαράταξη είναι η ενωτική κίνηση στον χώρο της κεντροαριστεράς,
το πρώτο βήμα της ενότητας που απαιτείται στον χώρο και όχι ενός
κατακερματισμού των δυνάμεων, που δεν τον θέλουν οι προοδευτικοί πολίτες. Λέω
πρώτο βήμα γιατί το επόμενο χρονικό διάστημα πρέπει να γίνουν τα επόμενα βήματα
ενότητας για ένα ισχυρό ενιαίο προοδευτικό και σοσιαλδημοκρατικό φορέα. Σήμερα
ως συνασπισμός κομμάτων και κινήσεων στο Κοινοβούλιο, στην Δημοκρατική
Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και Κινήσεις Πολιτών, ο πλουραλισμός και η σύνθεση των
θέσεών μας είναι ο πλούτος μας. Στο πλαίσιο αυτό ως Πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και
Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και
Κινήσεων Πολιτών θα σας πω στον διαθέσιμο χρόνο ορισμένα βασικά σημεία των
θέσεων μας για το σημερινό θέμα.
Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2017 γίνεται σε μια
περίοδο γενικευμένης κρίσης. Τα προβλήματα της οικονομικής ανέχειας και της
διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής στην χώρα μας επιδεινώνονται.
Παρόλα αυτά η κυβέρνηση πορεύεται χωρίς σχέδιο: Συνεχίζει
να διαπραγματεύεται αναποτελεσματικά, χωρίς μια στρατηγική ξεκάθαρη και
ενταγμένη σε ένα συνολικό πλαίσιο. Συνεχίζει τις αναποτελεσματικές πολιτικές σε
όλα τα επίπεδα. Δεν προχωρεί σε μεταρρυθμίσεις.
Η δημόσια περιουσία εκχωρήθηκε στο Υπερταμείο για έναν
αιώνα και η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών εξαντλήθηκε οριστικά. Κι όμως, ο
προϋπολογισμός του 2017 δείχνει πως υπάρχει και συνέχεια. Τα στοιχεία του
δίνουν μια σαφή εικόνα, δυσοίωνη, για το που πάμε τα επόμενα χρόνια.
Επιβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει πολιτικό σχέδιο, αλλά ούτε και αναπτυξιακοί
στόχοι. Η έκθεση του Γραφείου
Προϋπολογισμού της Βουλής το λέει ξεκάθαρα: Ο Προϋπολογισμός του 2017 είναι
φοροκεντρικός. Νέα μέτρα, εκ των οποίων το 97% προέρχεται από την αύξηση
εσόδων, δηλαδή από νέους φόρους.
Προφανώς με αυτή την πολιτική που ακολουθείται και με το
μοντέλο φόροι πάνω στους φόρους, θα γίνει μη ρεαλιστικός ο στόχος της
κυβέρνησης για ισχυρή ανάπτυξη το 2017 με αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7%, έναντι του
αρνητικού ρυθμού 0,3% το έτος 2016. Αποτέλεσμα να είναι απολύτως υπαρκτός ο
κίνδυνος να ενεργοποιηθεί ο κόφτης, στον οποίο συμφώνησε η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ειλικρινά αναρωτιέμαι από πού πηγάζουν οι αισιόδοξες
εκτιμήσεις της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό. Από την ιδιωτική κατανάλωση, η
οποία αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,8% σε σταθερές τιμές; Πώς θα γίνει αυτό; Πώς
θα αυξηθεί η ιδιωτική κατανάλωση, όταν θα την συμπαρασύρει η φοροκαταιγίδα;
Όταν η επιβολή νέων άμεσων και έμμεσων φόρων από την πρώτη κιόλας μέρα του
2017, θα συρρικνώσει ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών; Τη
στιγμή μάλιστα που η κυβέρνηση δεν είναι καθόλου απίθανο να λάβει νέα
δημοσιονομικά μέτρα που δεν έχουν συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό του 2017.
Και το σημαντικότερο είναι, όπως αναφέρεται και στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, ότι οι αυξήσεις αυτές των
φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα και θολώνουν τις
προοπτικές ανάκαμψης.
Η μήπως η ανάπτυξη θα έρθει από τις επενδύσεις, οι οποίες
προβλέπεται να αυξηθούν 9,1%; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι υπάρχει φιλόξενο
περιβάλλον για επενδύσεις; Η φοροκεντρική πολιτική της κυβέρνησης και η έλλειψη
ρευστότητας και κινήτρων πνίγουν την ιδιωτική οικονομία και τορπιλίζουν την
αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας.
Η ανάπτυξη δεν διατάσσεται. Επιτυγχάνεται όταν υπάρχουν
πολιτικές που δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον. Αλλιώς η ανεργία και το 2017 θα είναι στα ύψη και θα συνεχίζει να
μην υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο καταπολέμησής της.
Τα λογιστικά τρικ που επιχειρεί η κυβέρνηση στον
προϋπολογισμό δεν είναι ικανά να ξαναγεννήσουν την ελπίδα των πολιτών.
Διότι είναι τρικ, η μεθοδευμένη πρόβλεψη για πρωτογενές
πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ, έναντι της δέσμευσης για 1,75% στο μνημόνιο. Και αυτό θα
είναι το αποτέλεσμα σκληρών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Διότι είναι ψέμα η υπεραπόδοση εσόδων, την οποία η
κυβέρνηση ευαγγελίζεται. Στην προσπάθειά της να κουκουλώσει την αδυναμία της να
εισπράξει έσοδα, όπως για παράδειγμα από το λαθρεμπόριο καυσίμων ή τις
αποκρατικοποιήσεις, έφερε μέτρα εις βάρος του ελληνικού λαού, που στενάζει.
Για το 2017 δε, επίσης με λογιστικά τρικ η κυβέρνηση
προσπαθεί να πείσει για την κοινωνική πολιτική της. Οι αριθμοί όμως είναι
αμείλικτοι. Η κυβέρνηση θέλει να εισπράξει συνολικά 4,9 δις ευρώ από τους
φόρους και τις περικοπές σε συντάξεις και επιδόματα, για να δώσει όπως λέει
πίσω στους πολίτες 871 εκατ. ευρώ, τα οποία αναλύονται σε 571 εκατ. ευρώ για το
Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης
και 300 εκατ. ευρώ για κοινωνικές δράσεις. Θα πάρει δηλαδή
χρήματα από τους φτωχούς μέσω των έμμεσων και άμεσων φόρων και θα τα μοιράσει
στους φτωχούς. Αυτό στην καλύτερη περίπτωση λέγεται ανακύκλωση της φτώχειας ή
αλλιώς μια τρύπα στο νερό.
Ο δεύτερος προϋπολογισμός των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει και πάλι
εισπρακτικό και αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα. Βασίζεται σε αντικρουόμενα στοιχεία,
σε έωλες παραδοχές και σε υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις. Κι είναι απαράδεκτο για
τον εξασθενημένο ελληνικό λαό να προβλέπονται νέα δυσβάσταχτα μέτρα.
Δεν θα υπερβεί η χώρα την κρίση με αυτό τον τρόπο.
Αντιθέτως, θα βουλιάζει σε αυτήν όλο και περισσότερο.
Πρέπει επιτέλους να γίνει σαφές ότι η χώρα θα βγει από
την κρίση, μόνο όταν αλλάξει το μοντέλο ανάπτυξης. Δεν θα το καταφέρει με
φόρους πάνω στους φόρους. Προϋπόθεση για την υπέρβαση της κρίσης είναι οι
διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς πολιτικής. Να υπάρξει σχέδιο
ανασυγκρότησης και βιώσιμη ανάπτυξη για να υπάρξει εκκίνηση της οικονομίας και
της επενδυτικής δραστηριότητας.
Απαιτείται να μεταβούμε σε παροχή ποιοτικών υπηρεσιών βάζοντας ένα οριστικό
τέλος στον κρατισμό και το επιδοματικό κράτος.
Η δική μας πρόταση είναι να αλλάξει το μίγμα οικονομικής πολιτικής με στόχο
τον εξορθολογισμό δαπανών χωρίς μειώσεις μισθών και συντάξεων, αλλά με
διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς. Πραγματικές όμως προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Όχι οι απορρυθμίσεις της ΝΔ και οι αντιμεταρρυθμίσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Εμείς έχουμε καταθέσει δημόσια τις προτάσεις μας για το
σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Για τη μείωση της ανεργίας και μια
βιώσιμη ανάπτυξη με δουλειές για όλους και με προστασία των εργασιακών
δικαιωμάτων. Για την ασφαλιστική και φορολογική μεταρρύθμιση, με προοδευτικές κλίμακες, σταθερότητα και κίνητρα για επενδύσεις.
Απαιτείται άμεση εφαρμογή του
συστήματος εισροών-εκροών για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου καυσίμων, από
το οποίο χάνεται τουλάχιστον 1,5 δις ευρώ ετησίως. Ένα πιο φιλόδοξο Πρόγραμμα
Δημόσιων Επενδύσεων, το οποίο θα διευκολύνει και την ανάπτυξη των ιδιωτικών
επενδύσεων. Μείωση των αμυντικών δαπανών με εξορθολογισμό χωρίς υποβάθμιση της
επιχειρησιακής ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων και του προσωπικού. Αξιοποίηση των 19 δις ευρώ αγροτικών ενισχύσεων μόνο σε
παραγωγικές επενδύσεις και ανταγωνιστικές καλλιέργειες με στόχο την αύξηση των
εξαγωγών και τη μείωση των εισαγωγών. Οι προτάσεις αυτές είναι η διέξοδος στο
αδιέξοδο της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής.
Για όλα αυτά, απαιτείται εθνική συνεννόηση. Αλλιώς η κρίση συνεχώς θα βαθαίνει.”