Ο Παντελής Βέλκος γεννήθηκε στη Νεάπολη Νικαίας στον Πειραιά, από γονείς πρόσφυγες. Από μικρός έγραφε. Του άρεσε να ζωγραφίζει με λέξεις την ελπίδα και τα όνειρα. Με πρότυπο τον Καββαδία συντροφιά σε φανταστικά ταξίδια μέσα από άγονες γραμμές και τον Καρυωτάκη παρέα στην απώλεια. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Η Απουσία σου» Εκδόσεις Μαραθιά, «Εικόνες του ονείρου» Εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ και «Κρύπτη ποίησης η καρδιά», την τελευταία σε συνεργασία με την ποιήτρια Μαίρη Ηλιάδη (αυτό-έκδοση). Επίσης συμμετείχε σε πέντε ομαδικές ποιητικές Συλλογές.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ
«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε; Και πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΕΛΚΟΣ: Μεγάλωσα μέσα σε δύσκολα χρόνια – όχι πως τώρα είναι πιο εύκολα – σ΄ ένα σπίτι παλιό που το χειμώνα σφύριζε ο άνεμος μέσα από κενά που υπήρχαν στις πόρτες και στα παράθυρα, όμως το κρύο δεν έμπαινε πότε μέσα, γιατί είχε τόση πολύ ζεστασιά η καρδιά μας που το απωθούσε. Με γονείς πρόσφυγες, ο πατέρας μου από την Κωνσταντινούπολη και η μητέρα από την Μπάφρα της Μικράς Ασίας μαζί με τρεις αδελφές όλες μεγαλύτερες μου. Απλότητα, καθαρότητα σκέψεων και μια αγκαλιά, που σαν μικρότερος πάντα έβρισκα για να τρυπώνω.
Θυμάμαι τον πατέρα μου που καθόταν κοντά μου και μου διάβαζε παραμύθια. Καθόμουν ασάλευτος και τον άκουγα, ζούσα τις εικόνες σαν να ήμουν εγώ ο πρωταγωνιστής.
Παιδικά χρόνια ήρεμα με διάβασμα και παιχνίδι,τότε υπήρχαν οι αλάνες που μαζευόμασταν όλα τα παιδιά και παίζαμε μπάλα. Θυμάμαι την μάνα μου που έβγαινε στη γωνία και με φώναζε για φαγητό γιατί στο παιχνίδι πάντα ξεχνιόμουν.
«Π»: Τί είναι για εσάς η ποίηση;
Π.Β.: Η ποίηση;Τα πάντα! Ξεκινά από την συσσώρευση συναισθημάτων και την εκτόνωση με τη γραφή. Αποτυπώνω όλες μου τις εικόνες με λέξεις μαζί με το συναίσθημα, που πότε βγαίνει στο πρόσωπό μου σαν δάκρυ και πότε σαν χαμόγελο.
Η ποίηση, σαν κινηματογραφική ταινία που με καθηλώνει και οραματίζομαι καταστάσεις που θα ήθελα να ζήσω. Το ταξίδι,που μόνο μέσα από το γράψιμο πραγματοποιώ.
«Π»: Τί σας εμπνέει;
Π.Β.: Όλα! όλες οι εικόνες που βλέπω, αλλά και αυτές που υπάρχουν μέσα μου, τις ζωντανεύω και τις προβάλω με τη γραφή,τα πουλιά τα δέντρα τα ποτάμια η ζωή! Ό,τι υπάρχει μέσα στη φύση αλλά και στην ψυχή του ανθρώπου. Οι εποχές, που κάθε μία έχει τη δική της ομορφιά. Η αγάπη, ο έρωτας και ειδικά ο ανεκπλήρωτος έρωτας, αυτός είναι η σπίθα για να ανάβει η φωτιά στο νου.
«Π»: Γιατί γράφετε;
Π.Β.: Με τη γραφή προσπαθώ να ανακαλύψω τον εαυτό μου, να μάθω τα συναισθηματικά μου όρια, αυτά της αγάπης και της οργής – βλέπεται η σημερινή κατάσταση μας ξεγυμνώνει σαν άτομα και μας κάνει να βγούμε στους δρόμους και να φωνάξουμε για ό,τι μας πνίγει. Αλλά μήπως μας ακούει κανείς.
Γράφω για όλους και για όλα, δεν με φοβίζει τίποτα και μ’ αρέσει ν‘ αντιμετωπίζω και να προβάλω τα προβλήματα μαζί με την αλήθεια που στον κύκλο μας είναι πολύ λίγοι αυτοί που τη λένε.
«Π»: Μοιραστείτε μαζί μας ένα τετράστιχο σας.
Π.Β.: Μαζί με τις βροχές ήρθε και η Μελαγχολία. / Πολλές οι εικόνες από χαμένες στιγμές ευτυχίας.
Όλες μαζί σκόρπιες αγκαλιά με του φθινοπώρου / τα νεκρά κίτρινα πεσμένα φύλλα.
«Π»: Πότε ξεκινήσατε να γράφετε;
Π.Β.: Χμμμ… Επτά ετών έγραψα ένα συνοθύλευμα λέξεων πάνω σε μια ξύλινη σιδερώστρα και με κορόιδευαν οι αδελφές μου που το διάβασαν – άλλωστε ήταν τόσο εμφανές το σημείο που το είχα γράψει. Ντράπηκα τόσο που μετά έγραφα στα κρυφά. Ξανάρχισα πάλι να τα βγάζω στο φως δεκατριών ετών μαζί με το πρώτο ερωτικό φτερούγισμα της εφηβείας μ’ένα ερωτικό ποίημα που αυτή τη φορά το έκρυψα επιμελώς.
«…το σ’αγαπώ θα σου το πω / τόσο σιγά
που δεν θα το ακούω / ούτε εγώ
μα θα το δεις / μέσα στα δύο μου μάτια…»
«Π»: Ποια ώρα της ημέρας διαλέγετε να γράφετε;
Π.Β.: Δεν υπάρχει ειδική ώρα, ακούω τραγούδια, βλέπω εικόνες κι όταν κάτι μου αρέσει το σημειώνω, όταν έχω χρόνο το αναπτύσσω, μέχρι να γεννηθεί, να του βρω όνομα και να μου χαμογελάσει.
Θα ξέρετε ότι και τα ποιήματα έχουν ψυχή και μας χαμογελούν.
«Π»: Έχουμε πολλούς συγγραφείς – ποιητές. Πιστεύετε οι Έλληνες διαβάζουν;
Π.Β.: Είμαι της γνώμης ότι οι Έλληνες εδώ και πολύ καιρό έχουν σταματήσει να διαβάζουν, έχουν κουραστεί από τον ίδιο τρόπο σκέψης και γραφής, ζητούν το κάτι διαφορετικό από τα άχρωμα ποιήματα διηγήματα και μυθιστορήματα που χάνονται μέσα από διαφορετικές γλωσσικές ερμηνείες. Το θεατρικό έργο «Βαβυλωνία» ξαναβγαίνει στην επιφάνεια και απεικονίζει όλη αυτή την παρακμή του γραπτού λόγου.
Ευτυχώς που μερικοί πρόεδροι Λογοτεχνικών συλλόγων και ορισμένοι ποιητές έχουν λάβει το μήνυμα και ψάχνουν λύσεις.
Ο ποιητής δεν πρέπει να κινείται μέσα στους ίδιους και τους ίδιους χώρους ποίησης αλλά πρέπει να ασχολείται και με τα κοινωνικοπολιτικά να μιλάει για όλους και για όλα χωρίς φόβο και πάθος. Να είναι ενεργός στα δρώμενα και να συμμετέχει.
Σήμερα υπάρχουν άριστοι Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι όμως χάνονται μέσα σ ένα συνοθύλευμα Εκδοτικών Οίκων μικρού βεληνεκούς, που κοιτούν πώς να να συγγράψουν και να εκτυπώσουν ένα βιβλίο αμφιβόλου αξίας. Αποτέλεσμα να γεμίζουν τα ράφια τους βιβλία τα οποία δεν πρόκειται να διαβαστούν ποτέ. Και μέσα σε όλο αυτό το συφερτό να πνίγονται οι αξίες.
«Π»: Το ηλεκτρονικό βιβλίο κερδίζει έδαφος; Ποια η γνώμη σας;
Π.Β.: Σίγουρα διαβάζουν,και ιδιαίτερα τώρα που μας έχει φυλακίσει ο COVID-19. Βρίσκουν εύκολα ό,τι τους αρέσει και μπορούν να γράφουν και τα σχόλια τους, θετικά ή αρνητικά.
«Π»: Τι διαβάζετε τώρα;
Π.Β.: Δυστυχώς ο χρόνος μου είναι περιορισμένος. Όταν όμως έχω χρόνο διαβάζω ποιήματα από φίλους και γνωστούς ποιητές που έχω προμηθευτεί τα βιβλία τους από τις παρουσιάσεις που εν καιρό έχουν πραγματοποιήσει. Μ’ αρέσει να διαβάζω νέους ποιητές.
«Π»: Έχετε ωραία φωνή, απαγγέλετε ωραία. Πού αποδίδετε το ταλέντο σας αυτό;
Π.Β.: Μάλλον είναι το συναίσθημα που προσπαθεί να εκτονωθεί με κάθε τρόπο, καθώς και η κληρονομικότητα – όλες οι αδελφές μου είχαν θαυμάσια φωνή! Το ποίημα για να βγάλει φτερά και να πετάξει χρειάζεται μια καλή απαγγελία! Έχω πολλούς καλούς φίλους που κάνουν τρομερές απαγγελίες.
«Π»: Ποιοι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Π.Β.: Μ’ αρέσει ο Καβαδίας, να ταξιδεύω μαζί του σε φανταστικά ταξίδια σε άγονες γραμμές και βέβαια ο Κώστας Καρυωτάκης που με παραπέμπει στην απουσία και στον πόνο της απώλειας, καθώς και η αείμνηστη γλυκιά μας Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.
«Π»: Αλλάζει η ζωή μας με την ποίηση; Μαθαίνουμε να ζούμε ποιητικά; Ποια η γνώμη σας;
Π.Β.: Βέβαια και αλλάζει, η ποίηση ομορφαίνει τον ψυχικό μας κόσμο, μας κάνει να γράφουμε και να εξυμνούμε τον έρωτα και την αγάπη, να κεντρίζουμε τα κοινωνικοπολιτικά μας θέματα, γράφοντας για δημοκρατία, για θρησκεία, για παιδεία και πατρίδα. Με την ποίηση δημιουργείς και καλύτερο χαρακτήρα! Και ένα ποίημα που ταιριάζει με το Θέμα.
«Γράψε Ποιητή
Γράφε, γράφε ποιητή, κάνε σπαθί την πέννα σου
την σκέψη σου λιθάρι και λιθοβόλα τη ζωή
αυτή τη στερημένη,μήπως ξυπνήσει ο λαός
και την ξανακερδίσει.
Γράψε – γράψε για πληγωμένα όνειρα,
για ψεύτικες ελπίδες για μια ζωή που ήθελες
μ’ ακόμα δεν την είδες.
Για χρόνια που περάσανε χωρίς καμιά ουσία,
και ότι το μόνο που έμαθες είναι η προδοσία.
Μη φοβηθείς τον άνεμο όσο και να φυσάει,
δεν διώχνει τις ελπίδες σου μόνο ψηλά τις πάει.
Γράψε για κείνα τα παιδιά που γίναν μετανάστες
φύγανε απ’ την χώρα τους γιατί κουράστηκαν
να ζουν μέσα σε αυταπάτες.
Η μάνα τους δεν τραγουδά, στη θλίψη πάντα μένει
με την καρδιά να σκίζεται θα ζει μες τον καημό,
και θα τα περιμένει..
Γράψε αδελφέ μου ποιητή και για τα χελιδόνια,
που τώρα πια δεν κτίζουνε φωλιές μες τα μπαλκόνια,
χαθήκανε οι εποχές τις τρέλανε το ψέμα,
τα σύννεφα αντί βροχή μας πότισαν με αίμα.
Γράψε για την πατρίδα μας την χιλιο-σκλαβωμένη
που όσο κι αν την προδίδουν ποτέ της δεν πεθαίνει.»
«Π»: Τι σας χαρακτηρίζει;
Π.Β.: Μου φαίνεται ότι είναι η συνέπεια, ο καθαρός λόγος. Μ’ αρέσει η αλήθεια, να τη λέω όσο και να πονάει. Μ’ αρέσει να βλέπω πιο βαθιά τον άνθρωπο, προσπαθώ να δώ την ψυχή του και δύσκολα πέφτω έξω. Και η ευαισθησία αυτή που με κάνει με το παραμικρό να δακρύζω.
«Π»: Εν μέσω της παγκόσμιας πανδημίας του κορωνοϊού, τι σας προβληματίζει;
Π.Β.: Λέγονται πολλά αλλά τι να πρωτοπιστέψω, δεν με προβληματίζει τόσο η ασθένεια, όσο ο φόβος που έχουν δημιουργήσει στο λαό.
Και ασφαλώς τα τόσα μαγαζιά και οι επιχειρήσεις που έχουν κλείσει, ζούμε σε μια επικίνδυνη κατάσταση,και να ξέρετε ότι μαζί μετά το φόβο ακολουθεί η οργή.
«Π»: Ποιος ο τίτλος του βιβλίου σας και τι πραγματεύεται;
Π.Β.: Μ’ αρέσει το τελευταίο βιβλίο που γράψαμε μαζί με την Κύπρια φίλη και ποιήτρια Μαίρη Ηλιάδη. Το βιβλίο αναφέρεται στους ποιητές Κώστα Καρυωτάκη και την Μαρία Πολυδούρη, σ’ αυτό τον μεγάλο ανεκπλήρωτο έρωτά τους που είχε άσχημο τέλος. Ανασταίνουμε τους ποιητές με σκοπό να ξαναζήσουν αυτό τον μεγάλο τους έρωτα.
Ο τίτλος του βιβλίου «Κρύπτη ποίησης η καρδιά» και είναι ποιητικοί διάλογοι τους οποίους δημιουργήσαμε με πολύ αγάπη και επιμέλεια.
Επί τη ευκαιρία θέλω να ευχαριστήσω την Ευμορφία Καλύβα,για την επιμέλεια του βιβλίου και την οργάνωση της παρουσίασης. Καθώς και την αγαπημένη μου φίλη Χρύσα Νικολάκη, που ήταν κοντά μας με την αγάπη της, τις γνώσεις της και την θαυμάσια κριτική της για το βιβλίο. Και τον Πρόεδρο της ΕΕΛ Κωνσταντίνο Καρούσο για την κριτική του και την φιλοξενία του στο χώρο της ΕΕΛ. Και φυσικά όλους όσους ήταν κοντά μας με τις απαγγελίες τους και την παρουσία τους!
«Π»: Το στενό σας περιβάλλον είναι υποστηρικτικό;
Π.Β.: Νομίζω ναι, με καταλαβαίνουν και μου αφήνουν ελεύθερους χώρους να κινούμαι, άλλωστε κάθε ποίημα νέο που γράφω είναι οι πρώτοι που το διαβάζουν. Με ρωτούν «τί έχουμε για σήμερα»!
«Π»: Τί αγαπάτε;
Π.Β.: Αγαπώ τα πάντα που είναι έτοιμα ν’ αγαπηθούν, ό,τι όμορφο έχει φτιάξει ο άνθρωπος με τη βοήθεια του θεού! Τη φύση που με τόση επιμέλεια δημιουργήθηκε και δημιουργεί και τέλος τα ζωάκια. Όλα αυτά τα υπέροχα πλάσματα που περιμένουν ένα χάδι από εμάς. Βεβαίως και τον άνθρωπο, τον αγνό αληθινό με πλούσια αισθήματα άνθρωπο.
«Π»: Τι ετοιμάζετε τώρα;
Π.Β.: Τώρα προσπαθώ να διαχωρίσω μέσα από πάρα πολλά ποιήματα θέματα που ν’ ανήκουν στην ίδια ομάδα και να τα συλλέξω για την έκδοση του νέου μου βιβλίου, συν ότι γράφω αυτή την περίοδο ένα παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά.