«Η τέχνη θέλει τον χρόνο της», Γιώργος Περού – Τραγουδοποιός

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
«Η τέχνη θέλει τον χρόνο της», Γιώργος Περού – Τραγουδοποιός

Ο Γιώργος Περού (Γιώργος Κεφαλλωνίτης) είναι τραγουδοποιός και συνθέτης με καταγωγή από την Τήνο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου σπούδασε ηχοληψία και μουσική τεχνολογία και δραστηριοποιείται στη μουσική παραγωγή και την ενορχήστρωση. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα δύο (2) δισκογραφικές δουλειές. Η πρώτη του δισκογραφική δουλειά, με τίτλο «Δύο κόσμοι», περιλαμβάνει 10 τραγούδια σε δικούς του στίχους και μουσική, ενώ κάποια από αυτά είχαν ήδη κυκλοφορήσει διαδικτυακά. Η δεύτερη, με τίτλο «Οι 12 Ένορκοι» όπου υπογράφει εξ ολοκλήρου την ενορχήστρωση και την παραγωγή περιλαμβάνει επτά (7) ορχηστρικά και δύο (2) τραγούδια για την ομώνυμη θεατρική παράσταση που συνεχίζει την επιτυχημένη πορεία της. Έχει γράψει και ενορχηστρώσει τη μουσική και τα τραγούδια για διάφορες θεατρικές παραστάσεις όπου συμμετείχαν καταξιωμένοι ηθοποιοί και συντελεστές μεταξύ των οποίων οι Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Τρύφων Καρατζάς, Γιώργος Γιαννόπουλος, Περικλής Λιανός, Σοφία Μουτίδου, Μαρία Γεωργιάδου, Θανάσης Κουρλαμπάς, Δημήτρης Λιγνάδης ενώ υπογράφει και 2 διασκευές ως ερμηνευτής και παραγωγός – το «Απόψε Φίλα με» του Μανώλη Χιώτη και το «Χθες το Βράδυ» του Κώστα Γιαννίδη.
Έχει συνεργαστεί με αξιόλογους καλλιτέχνες της εγχώριας σκηνής όπως οι Γιώργος Νταλάρας, Ζακ Στεφάνου, Μανώλης Φάμελλος και Λόλεκ. Από το 2010 έχει δημιουργήσει μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία την ΙnRealTime Records μέσω της οποίας έχουν κυκλοφορήσει αρκετοί καλλιτέχνες τις παραγωγές τους. Παράλληλα συμμετέχει εθελοντικά στο Θάλλω – ένα πρότυπο πρόγραμμα ψυχαγωγίας ανθρώπων που φιλοξενούνται σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων που αποτελεί πρωτοβουλία της θεατρικής ομάδας Seven Eleven με δωρητή το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ


«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιό περιβάλλον μεγαλώσατε;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΡΟΥ: Ο χώρος στον οποίο μεγάλωσα είναι αρκετά «προνομιακός» και με πολύ ενδιαφέρουσες αντιθέσεις αλλά και μια ανθρώπινη διάσταση στα πράγματα και μιαν απλότητα που νομίζω πως έχει διαποτίσει την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα μου. Μιλώ για το υπέροχο φως της Αττικής και τις γραμμές των βούνών της αλλά και τις όμορφες παραθαλάσσιες τοποθεσίες και τα ακρογιάλια της. Μιας Αττικής σίγουρα πολύ λιγότερο αλλοιωμένης από όσο είναι σήμερα. Οπωσδήποτε εκτός από την Αττική εξίσου σημαντικό ρόλο σε αυτό έχουν οι κυκλάδες όπου εκτός από την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Τήνο είχα την ευκαιρία ως έφηβος να περάσω αρκετό χρόνο σε όλα σχεδόν τα νησιά του συμπλέγματος, να τα ανακαλύψω εκτός τουριστικού πλαισίου και να επιτρέψω στα δώρα που προσφέρουν απλόχερα τόσο οι φύση όσο και η άνθρωποι που συνάντησα εκεί να με ξαναγεννήσουν με ένα τρόπο και να με βοηθήσουν να έρθω σε επαφή με την βέλτιστη ίσως εκδοχή του εαυτόύ μου.

«Π»: Τί σας ώθησε στο χώρο της μουσικής;
Γ.Π.: Η αγάπη μου για την τέχνη του τραγουδιού και η έμφυτη περιέργειά μου πιστεύω με ώθησε στο να ασχοληθώ με τη μουσική πιο σοβαρά. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου όλες οι στιγμές μου συνδέονται με κάποιο τραγούδι. Έτσι σιγά σιγά μπήκα στον πειρασμό να κάνω τις πρώτες απόπειρες να γράψω δικά μου. Κατόπιν «αναγκάστηκα» να μάθω τα πάντα γύρω από αυτή τη διαδικασία. Στην αρχή μπουζούκι, κιθάρα, μαντολίνο, πιάνο και αρμονία και έπειτα ηχοληψία μουσική παραγωγή και ενορχήστρωση. Παράλληλα έκανα ασκήσεις ύφους και μίμησης αγαπημένων καλλιτεχνών ώστε να μπορέσω να «κλέψω» τα στοιχεία αυτά και τις τεχνικές που αργότερα θα μου χρησίμευαν στην δημιουργία δικού μου ύφους και χαρακτήρα.

«Π»: Πιστεύετε στο ταλέντο;
Γ.Π.: Το ταλέντο είναι το χάρισμα, αποτελεί μια μικρή προσωπική περιουσία, είναι ίσως μια ευτυχής συγκυρία όπου μια αρχετυπική ευαισθησία (που φυσιολογικά υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους αλλά δυστυχώς θάβεται στην πορεία) διατηρήθηκε με ένα μαγικό τρόπο σε κάποιους. Το μεγάλο ζητούμενο είναι να καλλιεργηθεί και να οξυνθεί αυτή η ευαισθησία και το δύσκολο είναι να βρει κάποιος τον τρόπο να την διαχειριστεί ώστε να παράξει έργο χωρίς αβάσταχτο προσωπικό κόστος. Δυστυχώς δεν τα καταφέρνουν όλοι ή δεν είναι διατεθιμένοι να το ρισκάρουν. Ίσως πολλοί να έχουν ταλέντο αλλά πραγματική τέχνη είναι στο χάσμα ανάμεσα στην καταστροφή και τη δημιουργία που έχει μέσα του ο κάθε άνθρωπος να βρίσκει κανείς μια ισορροπία υπέρ της δημιουργίας. Το ταλέντο μπορεί να σε κάνει να χάσεις τον εαυτό σου πριν καν τον βρεις και να καταλήξεις ένας καλός αλλά στείρος παπαγάλος, που αναπαράγει μονότονα τα έργα άλλων ή ένας αυτοκαταστροφικός άνθρωπος που χαρίζεται με μανία στην τέχνη και τις χίμαιρες του φαντασιακού του και χάνει την αληθινή ζωή που εμπεριέχει την ουσία της τέχνης. Δυστυχώς το ταλέντο σου παρέχει ευκολία και ο εύκολος δρόμος καταλήγει πολλές φορές το Βατερλώ των προικισμένων. Προσωπικά προτιμώ να έχω λιγότερες ευκολίες και περισσότερη σοφία και υπομονή και τα όποια ταλέντα και ευκολίες διαθέτω να τα αξιοποιώ αλλά να μην βασίζομαι αποκλειστικά σε αυτά.

«Π»: Ποιά η γνώμη σας για τη δισκογραφία; Έχετε κάνει δυο δισκογραφικές δουλειές («Δύο Κόσμοι» και «Οι 12 ένορκοι») με δική σας παραγωγή και ενορχήστρωση.
Γ.Π.: Η δισκογραφία στη χώρα μας δυστυχώς δεν φαίνεται να κάνει τα απαραίτητα βήματα που θα της εξασφαλίσουν το μέλλον της. Εγώ και οι υπόλοιποι από την δική μου γενιά σε συντριπτική πλειοψηφία κινούμαστε εντελώς ανεξάρτητα αυτοσχεδιάζοντας πολλές φορές. Χρηματοδοτούμε και υλοποιούμε μόνοι τις παραγωγές μας με πολλή προσωπική εργασία και σε αρκετές περιπτώσεις με αντίστοιχο μεράκι και σοβαρότητα. Ίσως η προηγούμενη γενιά έχει περισσότερο κατάλληλους ανθρώπους να μιλήσουν αναλυτικότερα για τις διαφορές τις σημερινής δισκογραφίας που υπολειτουργεί με παλιότερες δεκαετίες με την έννοια ό,τι έζησαν μέσα σε αυτές.
Όσο με αφορά είμαι περήφανος για αυτά τα δύο albums για τα οποία πέρασαν τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα από το χέρι μου. Ακόμη κι αν δεν αρέσουν κάποιον κι ακόμη κι αν ο ίδιος βρίσκω αρκετά πράγματα που θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικά εγώ νιώθω πως τουλάχιστον κατάφερα να κυκλοφορήσουν και να διαγράψoυν μια έστω μικρή αλλά σημαντική για μένα πορεία.
Ελπίζω οι επαγγελματίες της δισκογραφίας που έχουν απομείνει να βρουν τρόπους για περισσότερη εξωστρέφεια, πλουραλισμό αλλά και ουσία στις κυκλοφορίες τους γιατί είναι κρίμα και για τους ίδιους και για τους καλλιτέχνες να απαξιώνεται εμπορικά διαρκώς ένα τόσο σημαντικό πολιτιστικό προιόν όπως το τραγούδι και η μουσική.

«Π»: Ποιές οι δυσκολίες στη σύνθεση και ενορχήστρωση μουσικής και τραγουδιών για θεατρικές παραστάσεις;
Γ.Π.: Οι μεγαλύτερες δυσκολίες είναι να μην υπάρχει καλό κείμενο και ουσιαστικά να καλείσαι να δώσεις διάσταση σε κάτι που δεν υπάρχει, αλλά και ακόμα χειρότερα να θέλει ο σκηνοθέτης να καλύψει τις αδυναμίες τις δικές του ή του κειμένου εκβιάζοντας τα συναισθήματα των θεατών χρησιμοποιώντας τη μουσική. Μια ακόμη περισσότερο τεχνική δυσκολία του θεάτρου είναι πως υπάρχει συχνά μια ρευστότητα στους χρόνους και ειδικά στην αρχή η μουσική καλείται να είναι πολύ ευέλικτη και ευπλαστή όσο αφορά τους χρόνους και τις δυναμικές της. Εγώ ευτυχώς σταθηκα τυχερός και, αν και άπειρος, πιστεύω πως κατάφερα να ενώσω τη μουσική μου με τα θεατρικά έργα που καταπιάστηκα. Αδιαμφισβήτα πρόκειται για μια διεργασία που μου πρόσφερε ανεκτίμητες εμπειρίες.

«Π»: Τί κρατάτε από τις σημαντικότερες συνεργασίες σας, όπως π.χ. με τον Γιώργο Νταλάρα;
Γ.Π.: Ήταν μια ιδιαίτερη συνεργασία και σχετικά απρόσμενη για μένα τόσο για τον τρόπο που υλοποιήθηκε εν μέσω περιορισμών αλλά και λόγω της εκπληκτικής γενναιοδωρίας του Γιώργου Νταλάρα τόσο στην ερμηνεία του τραγουδιού αλλά και στο να εμπιστευτεί έναν εντελώς άγνωστο του συνθέτη να αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής και δη εξ’ αποστάσεως. Εκτός όμως από τον Γ. Νταλάρα με το τραγούδι «Πάσχα και Πρωτομαγιά» εγκαινιάστηκε και επισήμως μια άλλη πολύ σημαντική συνεργασία που μετράει λίγα χρόνια και κάποια τραγούδια που όμως δεν έχουν βρει το δρόμο τους στην δισκογραφία. Μιλώ για τον εξαιρετικό στιχουργό και ποιητή Ισαάκ Σούση που μου έκανε την τιμή να μου εμπιστευτεί τους στίχους του και να μου χαρίσει την πολύτιμη φιλία του. Οι υπόλοιποι «επώνυμοι» που έχω συνεργαστεί, όπως ο Μανώλης Φάμελλος, ο Ζακ Στεφάνου και ο Λόλεκ είναι φίλοι και άνθρωποι που εκτιμώ και οι σχέσεις μας, εντός και εκτός δισκογραφίας, μετρούν μια και πλέον δεκαετία. Όποτε τους χρειαστώ, δηλώνουν παρόντες και το ίδιο ισχύει από τη μεριά μου είτε αποτυπωθεί δισκογραφικά αυτό είτε όχι. Κρατώ την φιλία, την αγάπη, την εμπιστοσύνη και την γενναιοδωρία.

«Π»: Είστε δημιουργός της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας In Real Tima Records. Μιλήστε μας για την πορεία της;
Γ.Π.: Ουσιαστικά δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της κυκλοφορίας των δικών μου δίσκων. Έτυχε όμως το δικό μου ξεκίνημα να συμπέσει με μια κορύφωση της κρίσης στην δισκογραφία και το σταμάτημα στην χρηματοδότηση σχεδόν κάθε κανούριας παραγωγής. Και όπως ήταν φυσικό διάφοροι συνάδελφοι ψάχνοντας τρόπους να κυκλοφορήσουν μόνοι τους τις δισκογραφικές τους δουλειές απευθύνθηκαν μεταξύ άλλων και σε εμένα που είχα την δυνατότητα να το κάνω και τους «εξυπηρέτησα» με έναν τρόπο ας πούμε συναδελφικής αλληλεγγύης. Έτσι μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για μια εντελώς ανεξάρτητη κίνηση.
Χωρίς ιδιαίτερη οργάνωση, χωρίς επιθετική διαφήμιση και δημόσιες σχέσεις αλλά με συνέπεια και μεράκι κατάφεραμε να μπορέσουμε να διαθέσουμε το καινούριο αυτό υλικό στα ΜΜΕ και να βρούμε στήριξη και κάποια θετική ανταπόκριση και ανέλπιστους συμμάχους κι αυτό το εγχείρημα προσωπικά μου έμαθε πολλά για τον τρόπο που λειτουργεί το κομμάτι της έκδοσης και της διάθεσης της μουσικής.

«Π»: Τί είναι το «Θάλλω»;
Γ.Π.: Το «Θάλλω» είναι ένα πρόγραμμα που αφορά την τρίτη ηλικία και τους ανθρώπους που που βρίσκονται στα γηροκομεία, πολλές φορές ξεχασμένοι και «παρκαρισμένοι» και πάσχοντες από κατάθλιψη, άνοια, Αλτζχάιμερ κλπ. Το πρόγραμμα υλοποιούν 2 αγαπημένοι φίλοι ηθοποιοί: ο Νότης Παρασκευόπουλος και η Κωνσταντίνα Μαλτέζου με την στήριξη του ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» και πολλοί εθελοντές.
Ένας από αυτούς υπήρξα κι εγώ όπου γυρίσαμε μαζί πολλά γηροκομεία της Αττικής και αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες που είχα ποτέ μου και πολύ μεγάλο μάθημα για μένα. Η ευεργετική επίδραση της μουσικής και του τραγουδιού, μαζί με τα κουίζ τις παροιμίες και τα αινίγματα σε ανθρώπους που η μνήμη τους εξασθενεί και η σύγχυση τους μεγαλώνει είναι κάτι το εκπληκτικό. Φανταστείτε άνθρωποι σχεδόν ανήμποροι που δεν θυμούνται το όνομά τους καλά καλά να θυμούνται στίχους τραγουδιών του Τσιτσάνη και να συμμετέχουν τραγουδώντας αλλά και χορεύοντας.
Το «Θάλλ» είναι ένα ξύπνημα των αισθήσεων και της θέλησης για ζωή γι’ αυτούς τους ανθρώπους και είμαι προσωπικά ευγνώμων που συμμετείχα. Είναι σημαντικό να στηρίζουμε όλοι έμπρακτα τέτοιες προσπάθειες και να τις προωθούμε με αγάπη κόντρα στην τρέχουσα λογική που θέλει αυτούς τους ανθρώπους ξεχασμένους στο περιθώριο.

«Π»: Ποιό είναι το όραμά σας;
Γ.Π.: Το καλλιτεχνικό μου όραμα είναι να προσφέρω στο τραγούδι και τη μουσική έργα με καθαρότητα και συνέπεια κι αυτή μου η ενασχόληση να εκτιμηθεί και να αγαπηθεί από το κοινό όλων των ηλικιών και ταυτόχρονα ελπίζω να μου προσφέρει τα απολύτως απαραίτητα ως προς το ζην. Ως πολίτης το όραμα μου είναι να θέσω κι εγώ τον εαυτό μου με τις όποιες ιδιότητες του στην υπηρεσία του αγώνα για μια δικαιότερη κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της και το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσεται.

«Π»: Έχετε υπέροχη, καθαρή φωνή και άρθρωση. Σας βοήθησαν οι σπουδές σας στην απόδοση αυτή;
Γ.Π.: Ευχαριστώ για την φιλοφρόνηση. Δεν ξέρω αν μπορώ να την υποστηρίξω. Αδιαμφισβήτητα θεωρώ την άρθρωση πολύ σημαντική και νομίζω σε αυτήν οφείλεται η «καθαρότητα» της φωνής που εντοπίζετε. Η ευαισθησία μου σε σχέση με τον λόγο, τις λέξεις, τους στίχους και την απόδοση του νοήματος είναι πιθανότατα η αιτία της έμφασης που δίνω στην άρθρωση.
Κατά τα άλλα η μόνη σπουδή είναι οι κορυφαίοι τραγουδιστές που έχω μελετήσει και η ευχαρίστηση που νιώθω ψυχικά κάθε φορά που τραγουδώ τα αγαπημένα μου τραγούδια σπουδαίων ή λιγότερο σπουδαίων δημιουργών. Όπως ανέφερα όμως και παραπάνω δεν θεωρώ τον εαυτό μου ολοκληρωμένο τραγουδιστή με την έννοια των χαρακτηριστικών που ένας τραγουδιστής οφείλει να έχει (ικανό χειρισμό και εύρος φωνής) αλλά προσπαθώ πάντα μαζί με τον χαρακτήρα στην ενορχήστρωση να προτείνω έναν τρόπο ερμηνείας και απόδοσης του λόγου στο τραγουδι και αυτό ελπίζω να φέρνει κάποιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

«Π»: Πώς βλέπετε τη μουσική στην Ελλάδα, γίνονται νέα πράγματα;
Γ.Π.: Όσον αφορά τη μουσική την ορχηστρική έχω την αίσθηση πως θα έχουμε πολύ καλά αποτελέσματα από νέους ολοκληρωμένους μουσικούς που συνθέτουν, μεταγράφουν διασκευάζουν, επενδύουν εικόνα με μουσική κλπ. Παράλληλα όμως έχω και την αίσθηση πως πολύ δύσκολα θα βρουν το δρόμο τους εντός της ελληνικής επικράτειας για δύο πολύ σοβαρούς λόγους: Οι Έλληνες δεν εκτιμούν ιδιαίτερα την ορχηστρική μουσική ως κοινό και η πολιτεία δεν προάγει, δεν στηρίζει και δεν χρηματοδοτεί αυτές τις προσπάθειες και κυρίως δεν «επικοινωνεί» συστηματικά την ελληνική παραγωγή στο εξωτερικό.
Αντίθετα το τραγούδι φαίνεται να έχει βαθύτερες ρίζες στην ελληνική κουλτούρα και κοινό φανατικό σε όλες τις ηλικίες αλλά όσο οι δημιουργοί του τραγουδιού ασχολούνται με το πώς θα γίνουν διάσημοι και η τέχνη τους έχει την τάση να γίνεται όλο και πιο προσωποκεντρική σε βαθμό ναρκισσισμού και τοξικού ανταγωνισμού θα έχουμε έναν ατέλειωτο κατήφορο ο οποίος με έναν ειρωνικό τρόπο θα εκφράζει τελικά με ακρίβεια την γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα γεμάτη από ασυναρτησία, χυδαιότητα και εκπτώσεις. Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις.

«Π»: Λέγεται ότι η Τέχνη ανθεί μέσα στην κρίση.
Γ.Π.: Μέσα σε κάθε είδους κρίση ανθεί, μαζί με τα ζιζάνια του φασισμού, της χυδαιότητας και του τυχοδιωκτισμού, το «ζιζάνιο» του προβληματισμού και της αμφισβήτησης. Άλλωστε η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική – είναι κρίση σε όλα τα επίπεδα και κυρίως κρίση αξιών. Κι ενώ η τέχνη ως πράξη στην κρίση μαραζώνει και εξαθλιώνεται και μετατρεπέται σε είδος πολυτελείας μέσα στους δημιουργούς οι προβληματισμοί και η αμφισβήτηση εγκυμονούν την νέα τέχνη που καλείται να επαναπροσδιορίσει τις αξίες μιας κοινωνίας όταν εκείνη τις έχει πια σχεδόν χάσει μετά από μια μεγάλη κρίση και κάθε είδους πόλεμο.
Συνεπώς η τέχνη θέλει τον χρόνο της για να «μεταβολίσει» το κάθε τι και να κάνει την δουλειά της και ανθίζει πραγματικά – με την έννοια του αποτελέσματος – μετά την κρίση.
Προσωπικά είμαι καχύποπτος με όποιο καλλιτεχνικό έργο αναφέρεται σε κάτι την ώρα που αυτό συμβαίνει ακόμη κι αν ο δημιουργός του το ζει έντονα και πιστεύω πως καλύτερα οι καλλιτέχνες ν’ αφήνουν αυτή τη δουλειά στους δημοσιογράφους. Εκτός αν θεωρήσουμε τέχνη τα διάφορα καταγγελτικά λογύδρια και τους εκβιασμούς συναισθημάτων σε θέματα επικαιρότητας. Εξαιρείται φυσικά η σάτυρα μιας και το αντικείμενο της ταυτίζεται με την επικαιρότητα σε μεγάλο βαθμό και πάλι όμως εξαρτάται από την προσωπικότητα του σατυρικού καλλιτέχνη και το βάθος του.

«Π»: Τί αγαπάτε;
Γ.Π.: Αγαπώ το να αγαπώ και το ν’ αγαπιέμαι. Αγαπώ ό, τι φτιάχνεται με αγάπη κι ό, τι κινείται από αγάπη. Αγαπώ τη ζωή και τον εαυτό μου μέσα σε αυτήν. Δεν υπάρχει κάτι άλλο ν’ αγαπήσει κανείς. Δεν τα καταφέρνω πάντα. Προσπαθώ να μάθω ν΄αγαπώ κι ας μη γνωρίζω ακόμα πως και τι είναι η αγάπη ακριβώς.

«Π»: Τί ετοιμάζετε;
Γ.Π.: Υπάρχει μια σειρά τραγουδιών που θέλω να εκδώσω που αποτελούν μια συγκομιδή των τελευταίων ετών. Κάποια από αυτά έχω ακουστεί σε θεατρικές παραστάσεις είτε αυτούσια είτε με μια ορχηστρική μορφή. Ελπίζω παράλληλα μέσα στο 2021 καταφέρω να κυκλοφορήσω και μια σειρά τραγουδιών για γυναικεία φωνή. Αυτήν την στιγμή βρίσκομαι στο στάδιο των ηχογραφήσεων και της επεξεργασίας.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή