Άρθρο του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Τζανακόπουλου, στην «Εφημερίδα των Συντακτών»:
Την ανάγκη «συγκρότησης ενός νέου αισθήματος του συνανήκειν που θα δημιουργήσει μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία», τονίζει ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», που κυκλοφόρησε το Σάββατο 13 Φεβρουαρίου.
«Η κυβέρνηση έχει εισέλθει σε έναν μάλλον αναντίστρεπτο κύκλο φθοράς», σημειώνει, εξηγώντας ότι η αποτυχία της ΝΔ στην αντιμετώπιση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης που τη συνοδεύει, είναι «αποτυχία ενός μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ενός μοντέλου βαθιά ταξικού, ιδεοληπτικού και εμμονικού». Το μοντέλο αυτό, σύμφωνα με το Δημήτρη Τζανακόπουλο, περιλαμβάνει «συντριβή της εργασίας μέσω της ελαστικοποίησης και της μείωσης μισθών, εκκαθάριση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ώστε να επιτευχθούν όροι συγκεντροποίησης κεφαλαίου, ιδιωτικοποιήσεις και ενίσχυση μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων χωρίς εξασφαλίσεις προς όφελος του δημοσίου».
Την ίδια στιγμή, προσθέτει, «η κυβέρνηση επιλέγει έναν εξαιρετικά επικίνδυνο δρόμο που άνοιξε ήδη από την περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών: επενδύει σε υπερσυντηρητικές, ακροδεξιές ιδεολογίες και πρακτικές», προκειμένου «να μην καταρρεύσει υπό το βάρος της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι ανάγκη να δημιουργηθεί ένα νέο αίσθημα του συνανήκειν που θα οικοδομείται «γύρω από κοινούς στόχους που καθορίζονται από την κοινότητα των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων», όπως είναι «η ενίσχυση του συστήματος υγείας, η στήριξη των μισθών, η διαγραφή του ιδιωτικού χρέους, η διαφάνεια και καταπολέμηση της διαφθοράς, η ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών» αλλά και «μια πολιτική ηθική της κοινής προσπάθειας και όχι του διαχωρισμού μεταξύ ελίτ και πληβείων που καλλιεργεί ο λουδοβικισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη».
«Είναι ακριβώς αυτοί οι πολιτικοί στόχοι, και όχι υποσχέσεις, οι οποίοι συγκροτούν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή για την προοδευτική διακυβέρνηση», καταλήγει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος.
Επισυνάπτεται πλήρες το άρθρο
Είναι πλέον κοινός πολιτικός τόπος ακόμα και μεταξύ των ισχυρών φίλων και υποστηρικτών του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι η κυβέρνηση έχει εισέλθει σε έναν μάλλον αναντίστρεπτο κύκλο φθοράς. Η αποτυχία στην αντιμετώπιση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης που τη συνοδεύει είναι πλέον ολοκληρωτική και στρατηγικού χαρακτήρα. Δεν είναι απλώς αποτυχία διαχείρισης που σχετίζεται κυρίως με την τεχνοκρατική ανεπάρκεια ή την ανικανότητα των επιτελών του Μαξίμου και των Υπουργών αλλά είναι αποτυχία ενός μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ενός μοντέλου βαθιά ταξικού, ιδεοληπτικού και εμμονικού. Την ώρα που η πανδημία ανέδειξε τα αδιέξοδα ακριβώς του νεοφιλελευθερισμού και ενώ σε άλλες χώρες της Ευρώπης κερδίζει έδαφος έστω πρόσκαιρα η ιδέα ότι η ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων υγείας αποτελεί το κλειδί για την επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης και την ώρα που στο πεδίο της οικονομίας εφαρμόζεται ένας ιδιότυπος κεϋνσιανισμός της κρίσης, η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένουν προσκολλημένοι εμμονικά σε έναν παρωχημένο και σκληρό νεοφιλελευθερισμό επαρχιωτικού τύπου. Συντριβή της εργασίας μέσω της ελαστικοποίησης και της μείωσης μισθών, εκκαθάριση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ώστε να επιτευχθούν όροι συγκεντροποίησης κεφαλαίου, ιδιωτικοποιήσεις και ενίσχυση μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων χωρίς εξασφαλίσεις προς όφελος του δημοσίου συνθέτουν ακριβώς την εικόνα αυτού του παρωχημένου μοντέλου που βρήκε την πιο καθαρή έκφραση του στην έκθεση Πισσαρίδη την οποία οικειοποιήθηκε στο σύνολό της η κυβέρνηση. Τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών είναι ήδη ορατά. Το μεγαλύτερης διάρκειας και ίσως πιο αποτυχημένο lockdown της Ευρώπης, η 2η μεγαλύτερη μείωση εισοδημάτων μισθωτών και μια ύφεση της τάξης του 11% δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που απειλεί μαζί με την ανθρωπιστική καταστροφή να μετατρέψει την κρίση του Covid σε μια νέα σαρωτική κρίση χρέους για την Ελλάδα.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη και ενώ το ζήτημα της δημοκρατίας τίθεται πλέον με νέους όρους σε ολόκληρο τον κόσμο λόγω των ειδικών περιστάσεων εξαίρεσης που δημιουργούν τα μέτρα περιορισμού για την προστασία της δημόσιας υγείας η κυβέρνηση επιλέγει έναν εξαιρετικά επικίνδυνο δρόμο που άνοιξε ήδη από την περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών: επενδύει σε υπερσυντηρητικές, ακροδεξιές ιδεολογίες και πρακτικές, που διεμβολίζουν τμήματα των λαϊκών στρωμάτων – για λόγους που δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε – τότε για να δημιουργήσει πλειοψηφικό ρεύμα, σήμερα για να εξακολουθήσει να έχει προσβάσεις σε αυτά και να μην καταρρεύσει υπό το βάρος της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Η έξαρση της κρατικής βίας και οι ρυθμίσεις πειθάρχησης που υιοθετούνται σήμερα από την κυβέρνηση δεν αποτελούν λοιπόν απλώς ή κυρίως τις προπαρασκευαστικές ενέργειες μιας στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεσης και ενός κρεσέντου καταστολής έναντι των λαϊκών στρωμάτων των οποίων (υποτίθεται ότι) η εξέγερση επίκειται λόγω των σκληρών οικονομικών συνθηκών όπως θέλει να φαντάζεται ή να φαντασιώνεται μια κάποια αριστερά. Αποτελούν στοιχεία μιας πολύ πιο σύνθετης και εκλεπτυσμένης στρατηγικής ηγεμονίας που αξιοποιεί το φόβο, την ανασφάλεια, την απελπισία και το πληγωμένο αίσθημα αξιοπρέπειας τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων με τρόπους αντίστοιχους – αλλά όχι βέβαια συγκρίσιμους – με αυτούς των φασιστικών κομμάτων την περίοδο του μεσοπολέμου. Πρόκειται εδώ για την κατεξοχήν στρατηγική κατασκευής του εσωτερικού εχθρού μέσω της οποίας διατηρείται ή επιχειρείται να διατηρηθεί το αίσθημα του συνανήκειν, το αίσθημα ενός κοινού σκοπού μιας συντετριμμένης από την κρίση πλειοψηφίας.
Και είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που αναδεικνύεται η επιτακτική ανάγκη, το επείγον της συγκρότησης ενός νέου αισθήματος του συνανήκειν που θα δημιουργήσει μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία. Ένα αίσθημα του συνανήκειν που δεν θα οικοδομείται γύρω από υποσχέσεις, λες και η μάχη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό είναι κάποιου είδους συνυποσχετικό – τη σχετική κριτική, σε άλλο συγκείμενο, έχει κάνει, εξάλλου, ο Αλτουσέρ στο Ρουσσώ – αλλά γύρω από κοινούς στόχους που καθορίζονται από την κοινότητα των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων. Πράγματα απλά αλλά και αναγκαία: ενίσχυση του συστήματος υγείας, στήριξη των μισθών, διαγραφή του ιδιωτικού χρέους, αξιοποίηση – πάντα επισφαλής – των ρωγμών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανατροπή της ευρωζωνικής αρχιτεκτονικής και του Συμφώνου Σταθερότητας, διαφάνεια και καταπολέμηση της διαφθοράς, ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με την έμπρακτη αμφισβήτηση των διακυβερνητικών πρακτικών της κοινωνίας της πειθαρχίας, και, βεβαίως, μια πολιτική ηθική της κοινής προσπάθειας και όχι του διαχωρισμού μεταξύ ελίτ και πληβείων που καλλιεργεί ο λουδοβικισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Είναι ακριβώς αυτοί οι πολιτικοί στόχοι, και όχι υποσχέσεις, οι οποίοι συγκροτούν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή για την προοδευτική διακυβέρνηση. Και εκεί, στο ρυθμό της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορούν και πρέπει να οικοδομηθούν οι σχέσεις εμπιστοσύνης, συνέργειας και συμπόρευσης των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που τους συμμερίζονται.