ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή του Γαλατσίου, που περιλάμβανε τα Τουρκοβούνια, το δασόκτημα «Εύμορφη Εκκλησία», το «Γαλάκη» ή «Γαλάτζη» κλπ., ως κάτω στην οδό Ταϋγέτου, λειτουργούσαν κατά καιρούς σε διάφορα σημεία υποτυπώδη, πρωτόγονα λατομεία και ασβεστοκάμινα που κάλυπταν πρόσκαιρες, περιστασιακές ανάγκες μικρών έργων.
Στην τοπογραφική αποτύπωση της έκτασης από τη Πεντέλη μέχρι το Πεδίο του Άρεως περίπου, που εκπόνησε το 1878 ο αξιωματικός του Βαυαρικού στρατού Kaupert, σημειώνεται εγκαταλειμμένο υποτυπώδες καμίνι πάνω από την Ομορφοκκλησιά προς τη Φιλοθέη. Ενώ παλιότερα αναφέρεται (σε συμβόλαια) το συντροφικό καμίνι του Πασσαλή προς τον αυχένα Ψυχικού.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα όμως, όταν άρχισε σταδιακά η κατασκευή των βασικών αστικών υποδομών και η βελτίωση των συνθηκών στέγασης στο συγκρότημα της Πρωτεύουσας, η ζήτηση δομικών υλικών – προϊόντων επεξεργασίας της πέτρας, αυξάνονταν με ρυθμούς που μόνο με την παραγωγή τους σε οργανωμένη βιομηχανική βάση μπορούσε να καλυφθεί. Το Γαλάτσι διέθετε, για το σκοπό αυτό, δύο πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα. Πλούσια αποθέματα πέτρας καλής ποιότητας, και εγγύτητα στα σημεία ζήτησης. Αυτοαπασχολούμενοι μικροβιοτέχνες νταμαρτζήδες και επιχειρηματικό κεφάλαιο αξιοποίησαν στο έπακρο τα πλεονεκτήματα αυτά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 στήθηκαν στην περιοχή δεκάδες μικρά και μεγάλα νταμάρια καθώς και μερικά ασβεστοκάμινα, μεταξύ των οποίων ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα τεχνολογικά, το Καμίνι της οδού Καραϊσκάκη.
Η λειτουργία του «ασβεστάδικου», όπως το αποκαλούσαν, ανεστάλη στη διάρκεια της κατοχής. Στο κτηριακό συγκρότημα εγκαταστάθηκε Ιταλική στρατιωτική μονάδα και οι Ιταλοί στρατιώτες μετέτρεψαν το γύρω ελεύθερο χώρο σε λαχανόκηπο και ποδοσφαιρική αλάνα. Στη συνέχεια, μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και για το χρονικό διάστημα που κράτησαν οι συγκρούσεις, που έμειναν στην ιστορία ως «Δεκεμβριανά», ο ΕΛΑΣ στάβλιζε στο χώρο μικρό αριθμό αλόγων που χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά εφοδίων στις μονάδες του. Κατά τις συγκρούσεις αυτές, οβίδα των αγγλικών στρατευμάτων που ρίχθηκε από το Λυκαβηττό κατέστρεψε μέρος της κορυφής της καμινάδας του. (Μαρτυρίες: Γιάννη Πατέλη, Γιάννη Ψιλόπουλου.)
Μετά τον πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις, με τη σταδιακή σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης άρχισε και η επαναλειτουργία του Καμινιού, που κράτησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Για μια εικοσιπενταετία σχεδόν δούλευε νυχθημερόν παράγοντας το πολύτιμο οικοδομικό υλικό, προκαλώντας όμως παράλληλα έντονη ρύπανση και σοβαρές οχλήσεις στους Γαλατσιώτες, που διαμαρτύρονταν συνεχώς και ζητούσαν τη λήψη μέτρων προστασίας και το σταμάτημα της λειτουργίας του. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Κοινοτικού Συμβουλίου, οι κάτοικοι της γύρω περιοχής που άρχισε να πυκνώνει οικιστικά, διαμαρτύρονταν έντονα για τις «Κάπνες του καμινιού» και η Κοινότητα υπέβαλε στο Υπουργείο αίτηση για απομάκρυνσή του (απόφαση 514/5-12-61).
Το Φεβρουάριο του 1966 το κόμμα της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) παρεμβαίνει στη Κυβέρνηση – προφανώς μετά από σχετικές αναφορές Γαλατσιωτών – για μεταστέγαση του Καμινιού. Την ίδια χρονική περίοδο το Δημοτικό Συμβούλιο αποφασίζει να υποβάλλει μήνυση εις βάρος των εκμεταλλευτριών επιχειρήσεων (αποφ. 100/26-5-66) μετά από έντονες καταγγελίες κατοίκων ότι «οι συνέπειες της κακής λειτουργίας των λατομείων και ασβεστοκαμίνων μαστίζουν το Γαλάτσι».
Το χουντικό Δ.Σ., υπό την πίεση των κατοίκων, παραπονιέται στη χουντική κυβέρνηση ότι «μετά τις κατά καιρούς κοινοποιήσεις των αποφάσεων του Υπ. Εθν. Οικονομίας περί διακοπής της λειτουργίας και απομακρύνσεως των λατομείων και ασβεστοκαμίνων, μετά μικρού χρονικού διαστήματος παρέσχον αδείας επαναλειτουργίας. Επειδή δημιουργούνται εύλογα παράπονα των κατοίκων, το Δ.Σ. υποβάλλει αρμοδίως την ευχήν όπως μη χορηγούνται άδειες επαναλειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών». (αποφ.25/1-4-1972).
34 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΑ ΓΡΑΝΑΖΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Το 1978 ο Δήμαρχος κ. Β. Παπαδιονυσίου εισηγείται στο Δ.Σ. το χαρακτηρισμό «της έκτασης 2.720 τ.μ. που περικλείεται από τους δρόμους Καψάλη – Ρεθύμνης – Σαμουήλ και Βαλτετσίου, που επισήμανε ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Ιωάννης Βιντζηλαίος» σε χώρο για ανέγερση Σχολείων. Οι δημοτικοί Σύμβουλοι Ν. Χατζούδης, Δ. Σκυφτούλης, Δ. Καλαμαράς, Παν. Καρακύκλας και Φρ. Φατούρος αντιπρότειναν να χαρακτηριστεί Κοινόχρηστος Χώρος Πρασίνου – Πλατεία. Κάτω από την επιμονή του Δημάρχου το Δ.Σ. ψήφισε τελικά την πρότασή του (αποφ 366/13-12-78), αλλά ευτυχώς την απέρριψε ο ΟΣΚ κρίνοντας το χώρο ακατάλληλο για σχολεία.
Στη συνέχεια το Συμβούλιο Δημοσίων Έργων πρότεινε και το Δ.Σ. δέχθηκε (αποφ. 200β/30-10-1980) στο χώρο αυτό, μετά από κατάλληλες επεμβάσεις, να στεγαστεί Παιδικός Σταθμός. Το 1986 ολοκληρώνονται οι διαδικασίες απαλλοτρίωσης και με την παρακατάθεση του ποσού των 52.416.000 δρχ. στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το Καμίνι περνά στην ιδιοκτησία του Δημοσίου (Υπουργείο Υγείας Πρόνοιας).
Εντωμεταξύ από τη στιγμή που σταμάτησε η παραγωγική λειτουργία του Καμινιού, ο χώρος σταδιακά εγκαταλείπεται και υποβαθμίζεται. Η περίφραξη καταρρέει, ο χώρος μετατρέπεται σε σκουπιδότοπο και εστία μόλυνσης και τα προβλήματα επιτείνονται μετά το χαρακτηρισμό του σε Παιδικό Σταθμό.
Να πώς περιγράφει την κατάσταση ο αρχιτέκτονας Θάνος Μπολούτης, κάτοικος της περιοχής, σε διαμαρτυρία του στον ημερήσιο τύπο (20/7/1986): Ο χώρος, χωρίς ουσιαστική περίφραξη, είναι έκθετος στον οποιονδήποτε. Κάθε περαστικός που θα του παρουσιαστεί πρόβλημα σωματικής ανάγκης θα συμπληρώσει κάτι στο υπάρχον πρόβλημα. Κάποιος «μαντρίζει» τις κατσίκες του. Ο χώρος έχει γίνει μαιευτήριο και εκτροφείο των σκύλων της περιοχής. Έμπορος επικαλούμενος την κοινή καταγωγή του με το Δήμαρχο, εμπορεύεται τη ξυλεία του από αυτό το χώρο προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στη γειτονιά.
Τέλος, αφού καταγγέλλει την Πολιτεία και τη Δημοτική Αρχή για αδιαφορία, προτείνει να κατεδαφιστεί η καμινάδα και στη θέση της να γίνει πολιτιστικό συγκρότημα για τη λειτουργία δημοτικής βιβλιοθήκης, εκθεσιακού χώρου, αίθουσας διαλέξεων κλπ. Την ίδια εποχή (24-6-1986), κάτοικοι και επαγγελματίες της περιοχής απευθύνουν έντονη διαμαρτυρία στο Δήμαρχο και το Δ.Σ. για τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν εξαιτίας της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο χώρος του Καμινιού και ζητούν: να καθαριστεί ο χώρος από τις ακαθαρσίες, να απομακρυνθούν τα αδέσποτα ζώα, να απαγορευθεί η χρήση του χώρου στον ξυλέμπορο Σακελαρόπουλο, να περιφραχτεί και να περιφρουρηθεί για να μην παραβιαστεί εκ νέου. Ο Δήμαρχος, σε απάντησή του στα σχετικά δημοσιεύματα, επιβεβαιώνει τις καταγγελίες: κάποιος Σακελαρόπουλος το έχει εδώ και τέσσερα χρόνια, τρόπον τινά αποθήκη ξυλείας αυθαίρετα. Είπαμε να μην υποβληθεί μήνυση και να του γίνει σύσταση. Υποσχέθηκε ότι μέχρι τέλος Αυγούστου 1986 θα ελευθερώσει το χώρο. Αμέσως μετά ο χώρος θα εξυγιανθεί και θα υλοποιηθεί η απόφαση του Δ.Σ. (20-7-1986).
Κι ενώ αυτή η κατάσταση επικρατούσε στο χώρο του Καμινιού, η υπόθεση της λειτουργίας Παιδικού Σταθμού βρέθηκε αντιμέτωπη με το γραφειοκρατικό τέρας της Δημόσιας Διοίκησης και τα αδρανή ανακλαστικά της Δημοτικής Αρχής. Και μόνο για να συγκροτηθεί επιτροπή από εκπροσώπους της Νομαρχίας, της ΤΕΔΚΝΑ, του Δήμου και του Υπουργείου Υγείας για να εξετάσει τις διάφορες προτάσεις, φτάσαμε στο 1989.
Στη συνέχεια άρχισε μια μακροχρόνια ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών των Υπουργείων Υγείας και Πολιτισμού για το αν επιτρέπεται να κατεδαφιστεί το συνολικό κτίσμα ή μέρος του, σε ποιο σημείο και σε τι ποσοστό, αν επιτρέπεται να προστεθούν νέα κτίσματα, πού και ποιά η μορφή τους, αν το Υπουργείο Πολιτισμού θα επωμιστεί μέρος της δαπάνης κλπ. κλπ. Έτσι χρειάστηκαν 24 χρόνια μέχρι να αποφασιστεί τελικά ο ρόλος του «ασβεστάδικου» στη νέα εποχή και να εκπονηθεί η σχετική μελέτη και άλλα 10 για να υλοποιηθεί το έργο και να παραδοθεί στην Κοινωνία του Γαλατσίου.
Επιτέλους, η πόλη μας απέκτησε ένα χώρο πολιτισμού ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου.
Η υπερτριακονταετής, όμως, καθυστέρηση για να ολοκληρωθεί το έργο αυτό και η ιδιαίτερα σοβαρή νέα κοινωνική αποστολή του «Καμινιού», δεν δικαιολογούν τα θορυβώδη και πανηγυριώτικα εγκαίνια που, όχι αδίκως, προκάλεσαν αρνητικά συναισθήματα στους Γαλατσιώτες.