«Αυτό που έχει σημασία είναι ότι με όποιον τρόπο επιλέξει ο καθένας μας να βρει νόημα στη ζωή, να φύγει από αυτή λιγότερο ανόητος από ό,τι ήρθε»

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
«Αυτό που έχει σημασία είναι ότι με όποιον τρόπο επιλέξει ο καθένας μας να βρει νόημα στη ζωή, να φύγει από αυτή λιγότερο ανόητος από ό,τι ήρθε»

Συνέντευξη του γνωστού αστρολόγου, συγγραφέα, ψυχοθεραπευτή ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ στην Μαίρη Γκιώνη Λαρεντζάκη


Όταν σκεφτόμαστε την αστρολογία, το όνομά του είναι το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό. Λίγοι όμως γνωρίζουμε ότι ο Γιώργος Πανόπουλος ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος και έχοντας διανύσει πολλά χιλιόμετρα σε περιοδικά, γοητεύθηκε από την Αστρολογία και ασχολήθηκε με μεγάλη επιτυχία με αυτή. «Ανήσυχος» στο πνεύμα, αεικίνητος ως άνθρωπος και μαθημένος να αφουγκράζεται τις ανάγκες των ανθρώπων γύρω του, πέρασε και στην επιστήμη της Ψυχοθεραπείας. Σύντομα μάλιστα θα κυκλοφορήσει και το βιβλίο του με δοκίμια και άρθρα πάνω στην κουλτούρα της αφύπνισης.

«ΠΑΛΜΟΣ»: Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στην Ακαδημία Πλάτωνος;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Κρατώντας ένα κινητό στο χέρι μου στο οποίο βρίσκεται μέσα όλος ο κόσμος η παιδική μου ηλικία με τις μονοκατοικίες, τους κήπους, τους χωματόδρομους, τα παιδιά στους δρόμους όλη μέρα, τα αρχαία του Πλάτωνα που παίζαμε μπάλα, ο Αντρέας, η Κατερίνα, ο Μιχάλης, η Αλέκα, ο Σταύρος, η Σοφία, η Μάχη, ο Νίκος, ο Μάριος, η Αγλαΐα, ο Σπύρος… μου φαίνονται μια άλλη ζωή που σχεδόν ξεθωριάζει όπως οι ταινίες που είδαμε μικροί και μας μένουν κάποιες ζωντανές σκηνές που θυμόμαστε και όλη η υπόλοιπη ταινία θολώνει.
Το σπίτι του Αντρέα, του κολλητού μου, είχε μουριές, αμυγδαλιές και συκιές που ανεβαίναμε το καλοκαίρι και καθόμαστε ώρες μιλώντας ποιος ξέρει τι θέματα. Κι ύστερα μια μέρα που η μεγαλύτερη αδελφή του, η Κατερίνα, μου πέταξε μια πέτρα – έχω ακόμα το σημάδι εδώ στο μέτωπο – τρέχοντας στο σπίτι με αίματα παντού, η μαμά μου άρχισε να ουρλιάζει «το μάτι σου…το μάτι σου… τι έπαθες;». Σκηνές τέτοιες έρχονται ξαφνικά σαν αστραπή. Κλέφτες κι αστυνόμοι, τα μήλα, οι σχολικές επιδείξεις, φωτιές του Αι Γιαννιού, με τη νονά μου στη Θεσσαλονίκη, καλοκαίρια στα Ίσθμια να παίζω μουτζούρη με τα δίδυμα δίπλα μας, να κλέβω από τα λεφτά του πετρελαίου για να πάρω γαριδάκια.
Μεγάλωσα με πάρα πολλά παιδιά φίλους στη γειτονιά, στους ώμους των φίλων της μαμάς, στα χέρια των φιλενάδων της μαμάς.
Τα παιδιά με τα παιδιά – ήμουν τυχερός. Κι από την κρεβατοκάμαρα της μαμάς και του μπαμπά η Ακρόπολη. Τίποτα δεν έκλεινε τη θέα. Η Ακρόπολη μπροστά δεν μου έκανε εντύπωση – ήταν εκεί από πάντα, μέρος του ντεκόρ της παιδικής μου ηλικίας.

«Π»: Διαμένετε στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης. Τί σας ελκύει στο κέντρο της Αθήνας;
Γ.Π.: Η Πλατεία της Αγίας Ειρήνης ήταν από τα μέρη που με πήγαινε η μαμά βόλτα. Η Αιόλου ήταν ένας δρόμος γεμάτος με μαγαζιά, εκεί ήταν και ο Κρίνος με τους λουκουμάδες που ήταν στάση. Στον Κρίνο πήγαινε και η γιαγιά μου τη μαμά μου – η παράδοση συνεχιζόταν. Κι ύστερα θυμάμαι πανηγύρια, κόσμο ατέλειωτο, πάγκους με παιχνίδια, ρούχα, δακτυλίδια, μαλλί της γριάς, κοκοράκι, κάλτσες, κεριά, εικόνες… Δεν ξέρω για ποιές γιορτές ήταν τα πανηγύρια αλλά θυμάμαι τους ανθρώπους τον ένα πάνω στον άλλο κι εγώ ένας μικρός Γκιούλιβερ στη χώρα των γιγάντων.
Ναι, η επιστροφή μου στο κέντρο και στην Πλατεία της Αγίας Ειρήνης ήταν προδιαγραμμένη. Μετά από περιηγήσεις στα Βόρεια, όπου ανέβηκα κυρίως λογω δουλειάς, επέστρεψα στους τόπους της παιδικής μου ηλικίας. Μ’ αρέσει το κέντρο, η ζωντάνια του, η φασαρία του, τα μαγαζιά, τα ροδάκια από τις βαλίτσες των τουριστών – οι άνθρωποι εδώ έρχονται για να διασκεδάσουν, να γελάσουν, να ξεχαστούν κι αυτό δίνει στην ατμόσφαιρα μια ελαφρότητα που με ευχαριστεί.

«Π»: Είστε ευφυής, πολυπράγμων, με πολλές ιδιότητες. Ως Ψυχοθεραπευτής με περγαμηνές, πώς βλέπετε τις διαπροσωπικές ανθρώπινες σχέσεις;
Γ.Π.: Οι σχέσεις έχουν μεταφερθεί στα κοινωνικά μέσα – σε αυτά γνωρίζεσαι, συναντιέσαι, ερωτεύεσαι, χωρίζεις, ξαναπροσπαθείς. Είπα σχέσεων. Όχι του έρωτα γιατί ο έρωτας δεν μένει πια εδώ. Τώρα έχουμε σχέσεις – τέλος οι ερωτικές ιστορίες. Σου μιλάω από την πολυθρόνα, το κρεβάτι μου, βλέποντας σειρές, κάνοντας ταυτόχρονα και κάτι άλλο: μιλάμε με μηνύματα. Είμαστε χέρια που πληκτρολογούν. Σου στέλνω λέξεις αντί για βλέμματα που λένε ιστορίες. Μου στέλνεις λέξεις αντί για εκείνα τα τυχαία πρώτα αγγίγματα.

«Π»: Σινεφίλ, βιβλιοφάγος και ηθοποιός, ζωντανεύει το παιδικό όνειρο;
Γ.Π.: H μαμά μου ήταν συνεχώς με ένα βιβλίο στο χέρι ή ένα περιοδικό. Διάβαζε τα πάντα, από την Παναγία των Παρισίων του Ουγκό, στο Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι και ταυτόχρονα το Ρομάντζο και την Μάσκα με αστυνομικές ιστορίες. Κι εγώ έτσι: κλασική λογοτεχνία, δοκίμια, πολλά περιοδικά και εφημερίδες για πολλά χρόνια, όχι πια. Δεν κοιμάμαι αν δεν διαβάσω έστω κάποιες σελίδες. Η ανάγνωση είναι εθισμός. Όπως και οι ταινίες – πιτσιρικάς είδα σε θερινά και χειμερινά σινεμά και ταινιοθήκες εκατοντάδες ταινίες – όλο το Χόλυγουντ, όλους τους μεγάλους δημιουργούς, όλα τα μπλοκαμπάστερ- τώρα μανιακός με τις ξένες τηλεοπτικές σειρές.
Ηθοποιός; Κατά λάθος. Εύρημα του σεναριογράφου να επεμβαίνω. Λίγοι πάντως ξέρουν ότι έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό. Δεν πέρασα αλλά χαμογελάω στη σκέψη ότι τα τέρατα που απάρτιζαν την επιτροπή (Μινωτής, Αρώνη, Τζόγιας, Μαρία Χορν) ίσως θυμόντουσαν για καιρό ένα νεαρό που από το τρακ του απήγγειλε το ποίημα του Καρυωτάκη «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…» ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή. Στον Πόλεμο των Άστρων δεν ένιωσα ηθοποιός δεν είμαι άλλωστε, αλλά σαν μικρό παιδί ανάμεσα σε αγαπημένους ηθοποιούς ήμουν εκστατικός – ω!

«Π»: Η πένα σας σπάει κόκκαλα, φτάνει στο μεδούλι. Είναι το πάθος σας ν’ αγγίζετε τους ανθρώπους;
Γ.Π.: Το πάθος μου είναι να χτίζω γέφυρες με τους άλλους ανθρώπους. Καθένας μας και ένας διαφορετικός πλανήτης- μιλάμε την ίδια γλώσσα αλλά έχουμε διαφορετικές περιπέτειες να διηγηθούμε. Με γοητεύουν οι αναζητήσεις των ανθρώπων- κάθε ιστορία ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα τραγούδι.

«Π»: Τι έφερε η Αστρολογία στη ζωή σας;
Γ.Π.: Η ανάγκη να καταλάβω τη ζωή μου, να δώσω απαντήσεις, να κάνω ερωτήσεις και να ισορροπήσω που είναι κοινή σε όλους μας. Ο κάθε ένας μας διαλέγει τον τρόπο. Άλλος καλύπτει αυτή την ανάγκη με το Θεό, άλλος με τη δημιουργικότητα, άλλος μέσα από τις σχέσεις, άλλος με την ψυχανάλυση ή την αστρολογία. Ή συνδυάζοντάς τα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι με όποιον τρόπο επιλέξει ο κάθε ένας μας να βρει νόημα, να φύγει από αυτή τη ζωή λιγότερο ανόητος από ό,τι ήρθε.

«Π»: Ως λάτρης των τεχνών, πώς βλέπετε την αισθητική ως αξία τους Νεοέλληνες;
Γ.Π.: Δεν βλέπω αισθητική. Βλέπω νεοπλουτισμό που πληγώνει. Βλέπω την τάση προς το αγοραίο, το εύκολο και το φτηνό. Μας ενδιαφέρει μόνο τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι και στην οικογένειά μας. Αδιαφορούμε για τον τόπο και τη χώρα μας. Ζούμε με παραμύθια κι όχι με πραγματικότητα κι αυτό μας κάνει να μην ξέρουμε ποιοι είμαστε. Πώς μπορεί να έχει αισθητική κάποιος που δεν ξέρει ποιος είναι; Κι εδώ μπαίνει το ζήτημα της παιδείας. Που μονίμως παραπαίει. Από την άλλη θυμάμαι τη φράση του Στέλιου Ράμφου: «Λέµε εύκολα: “δε βλέπω φως”. Η απάντηση είναι: “να το φτιάξεις!”».

«Π»: Τι σηματοδοτούν οι αλλαγές στις ζωές μας;
Γ.Π.: Η ζωή είναι αλλαγές και αλλαγή σημαίνει δράση. Αλλαγή σημαίνει αναλαμβάνω να διεκδικήσω τα θέλω και τις επιθυμίες μου χωρίς να ξέρω εκ των προτέρων ότι θα τα καταφέρω. Και στο σημείο αυτό μπαίνει στη σκηνή η πίστη: αλλάζω επειδή πιστεύω ότι θα καταφέρω να κάνω αυτό για το οποίο διψάει η ψυχή μου.

«Π»: Γιατί να καμαρώνουμε σήμερα ως λαός;
Γ.Π.: Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να καμαρώνουμε για κάτι σήμερα. Φιλότιμο, φιλοξενία, νοιάξιμο για τον διπλανό, ενδιαφέρον για τα κοινά, τραγούδι, απλότητα, κοινή λογική, αγάπη για την πατρίδα, αυτοθυσία, περιέργεια- βλέπετε κάτι από όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μας κάποτε, να ανθίζει στο σήμερα; Ναι, υπάρχουν ακόμα κάποιοι που κρατάνε ψηλά τη σημαία αλλά είναι λίγοι.

«Π»: Τι σας οργίζει και σας στενοχωρεί;
Γ.Π.: Με στενοχωρεί η απάθεια, η αίσθηση ότι όσα αφόρητα ζούμε είναι φυσικά όπως ο αέρας και η βροχή. Η εύκολη λύση του για «όλα τα άσχημα που συμβαίνουν φταίνε οι άλλοι». Και η μίρλα για τα πάντα – κλαψουρίζουμε, παραπονιόμαστε, κριτικάρουμε χωρίς να αναλαμβάνουμε την ευθύνη εμείς οι ίδιοι να αλλάξουμε ο,τιδήποτε.

«Π»: Ο κόσμος σήμερα βγάζει τη μάσκα του, αποκαλύπτεται;
Γ.Π.: Ο κόσμος σήμερα οπισθοδρομεί σε ένα τρομακτικό μεσαίωνα. Τα τεχνολογικά άλματα δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι στην πραγματικότητα η εξέλιξή μας ως ανθρώπων δεν έχει προχωρήσει παρά ελάχιστα μέσα στις εποχές.

«Π»: Τι αγαπάτε;
Γ.Π.: Όλο και περισσότερο τη φύση, την ησυχία, την ευγένεια. Την οικειότητα των φίλων, ένα καλό φαγητό έξω, μια βόλτα στον Εθνικό Κήπο, ένα τηλέφωνο αναπάντεχο που μου δίνει χαρά, την εικόνα δύο ερωτευμένων στο δρόμο, μια θεατρική παράσταση που ζεσταίνει την ψυχή μου, τη μέρα εκείνη που μου έρχεται να φωνάξω «εκδρομή, εκδρομή» όπως κάναμε στο σχολείο όταν βλέπαμε μια αστραφτερή μέρα μετά από μέρες βροχής.

«Π»: Η φιλία στις ημέρες μας;
Γ.Π.: Όταν πρωτοδιάβασα κάπου στα τέλη του ΄90 την Ταυτότητα του Μίλαν Κούντερα σοκαρίστηκα με την απαισιόδοξη στάση του για τη φιλία. Έγραφε: «Αν ξεσπάσει πάνω σου το μίσος, αν σ’ έχουν καθίσει στο σκαμνί ή σε έχουν πετάξει βορά στα θηρία, δύο αντιδράσεις μπορεί να περιμένεις από τους ανθρώπους που σε ξέρουν: οι μισοί θα πέσουν κι αυτοί να σε φάνε, οι άλλοι μισοί, διακριτικά, θα κάνουν σα να μην ξέρουν τίποτα, σαν να μην άκουσαν τίποτα, κι έτσι θα μπορείς να τους βλέπεις και να τους μιλάς. Αυτή η δεύτερη κατηγορία, η διακριτική και ευαίσθητη, είναι οι φίλοι σου. Φίλοι με τη σύγχρονη σημασία της λέξης». Όσο περνούσαν τα χρόνια καταλάβαινα ότι έχει δίκιο – «όχι απόλυτο» λέει ο ρομαντικός εαυτός μου που διάβαζε μικρός τους Τρεις Σωματοφύλακες που η φιλία τους ήταν πάνω από τα αντίθετα στρατόπεδα που συχνά υπηρετούσαν, που δεν έπαψαν να αλληλοβοηθιούνται και να στηρίζουν ο ένας τον άλλο, με μια φιλία που ήταν πάνω από τους βασιλείς και τις διαταγές των ανωτέρων τους. Σε έναν πολιτισμό που ο ατομισμός θριαμβεύει, η φιλία μαραίνεται. Είμαι ευλογημένος να έχω φίλους – οικογένεια, με κάποιους συνεχίζουμε από πολύ παλιά. Αλλά ναι, η φιλία καλλιεργείται και γίνεται όλο και πιο δύσκολη κι αυτό την κάνει να αξίζει ακόμα περισσότερο.

«Π»: Υπάρχει κάποια άλλη εποχή που θα θέλατε να είχατε ζήσει;
Γ.Π.: Είμαι παιδί της εποχής μου και της πόλης. Δεν θα μπορούσα να ζήσω σε καμία άλλη εποχή και σε καμιά άλλη πόλη. Ό,τι αγαπάω και ό,τι μισώ συνέβη και συμβαίνει στην Αθήνα.

«Π»: Ποια η βασική αρχή σας;
Γ.Π.: Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ’έναν άνθρωπο είναι να φτάσει σ’ ένα σημείο στη ζωή του και να πει ειλικρινά στον εαυτό του :«έκανα ό,τι μπορούσα.»

«Π»: Η γνώμη σας για την κοινωνία σήμερα;
Γ.Π.: Αναζητάμε λύσεις σε προϊόντα. Κρύβουμε τις ανάγκες μας. Φανταζόμαστε ότι ζούμε ελεύθεροι σε ανελεύθερες κοινωνίες, κυκλοφορούμε απογοητευμένοι, δυσαρεστημένοι, μόνοι, εξαντλημένοι. Ο πόλεμος, η φτώχεια, οι ψυχολογικές διαταραχές παρουσιάζονται ως αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικότητας που υπήρχαν από πάντα και θα συνεχίζουν να είναι για πάντα. Κάθε προσπάθεια να τελειώσουν θεωρείται απλοϊκή και αφελής και οι κυβερνήσεις που εκλέγουμε αντί να ελαφραίνουν, αυξάνουν τη δυστυχία.

«Π»: Ποιο είναι το αγαπημένο σας μέρος στον κόσμο;
Γ.Π.: Η παιδική μου ηλικία. Εκεί βρίσκονται όλα τα όνειρά μου, η έκπληξή και η περιέργεια για τον κόσμο των μεγάλων, οι φόβοι μου, η απορία μου, η μαμά- μαξιλάρι ανάμεσα σε μένα και σε ό,τι δύσκολο, η ζωή ως αέναο παιχνίδι για το φτου ξελευτερία.

«Π»: Τι ονειρεύεστε;
Γ.Π.: Είναι μια περίοδος που μας αναγκάζει να σκεφτούμε και να εκτιμήσουμε ξανά τις ουσιαστικές αξίες – αγάπη, συνεργασία, φιλία, σεβασμό, δημιουργία, κοινωνική συνείδηση, ελευθερία- που κακοποιημένες έχουν χάσει κάθε νόημα φτάνοντας στο σημείο να τις περιφρονούμε. Τώρα σε αυτή τη δύσκολη στροφή χρειάζεται να συλλογιστούμε τι μας κάνει να σηκωνόμαστε κάθε πρωί από το κρεβάτι μας. Ζούμε σε ένα σύστημα που αποθεώνει το χρήμα και την εξωτερική ομορφιά. Αντίδοτο στην αναταραχή και τη διάλυση; Η καλοσύνη.

«Π»: Τι ετοιμάζετε;
Γ.Π.: Ένα βιβλίο με δοκίμια που θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του χρόνου. Είναι μια σειρά από άρθρα που σχετίζονται με ό,τι ονομάζεται «woke culture». Πρόκειται για ένα φαινόμενο που σαρώνει τα τελευταία χρόνια όλη τη Δύση και αρχίζει να επηρεάζει και την Ελλάδα φυσικά με χρονοκαθυστέρηση. Η «κουλτούρα της αφύπνισης» είναι η σκληροπυρηνική μετάλλαξη της πολιτικής ορθότητας και αφορά το φύλο, τη φυλή, τη σεξουαλικότητα, τον πολιτισμό, τα ήθη και τη γλώσσα. Ουσιαστικά πάει να μηδενίσει τις δυτικές κατακτήσεις ξεκινώντας από το μηδέν και θεωρώντας ότι οι λευκοί είναι προνομιούχοι και ρατσιστές εξ αρχής γιατί κάποτε οι πρόγονοί τους ήταν αποικιοκράτε, ότι η ιστορία της Αμερικής ξαναγράφεται από την πλευρά των μαύρων αγνοώντας ιστορικές αλήθειες, ότι ο αυτοχαρακτηρισμός είναι ισχυρότερος από το βιολογικό φύλο (ένας άντρας που δηλώνει γυναίκα είναι γυναίκα), ότι τα παιδιά πρέπει να σεξουαλικοποιούνται από τη γέννησή τους, ότι οι κλιματικές αλλαγές αποτελούν μια συνεχή Αποκάλυψη που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε γυρίζοντας σε προ-βιομηχανικές εποχές. Είναι ένα βιβλίο που δίνει τροφή για σκέψη, πιθανόν να προκαλέσει, αλλά εκ μέρους μου έχει στόχο να ανοίξει ένα διάλογο που καλό είναι να κάνουμε χωρίς φανατισμό.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή