«Η μουσική είναι το οξυγόνο της ζωής, θα δυσκολευόμουν να αναπνεύσω χωρίς αυτήν»

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
«Η μουσική είναι το οξυγόνο της ζωής, θα δυσκολευόμουν να αναπνεύσω χωρίς αυτήν»

ΝΙΚΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Μουσικός Παραγωγός

Συνέντευξη στην Μαίρη Γκιώνη – Λαρεντζάκη


Γεννήθηκε το 1956 στον Πειραιά και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Πειραιά, τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων. Εργάστηκε στον Όμιλο της Εθνικής Τράπεζας και μία δεκαετία μετά την πρόσληψή του, τοποθετήθηκε Διευθυντής Καταστήματος. Η καριέρα του στον τραπεζικό τομέα ολοκληρώθηκε με την αποχώρησή του από αυτόν με πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου το 2013.
• 1985-1987 Τύπος: Ως μουσικοκριτικός, αρθρογράφησε σε ειδικά περιοδικά, όπως Ήχος & Hi-Fi, Στερεοφωνία και στο περιοδικό τέχνης Πνύκα Art. Τα θέματα των άρθρων ήταν μουσικά, τεχνολογίας ήχου και εικόνας, κριτικής δίσκων και βιβλίων κλασικής μουσικής. Επίσης, είχε σύντομη συνεργασία με την εφημερίδα Καθημερινή με μουσικά άρθρα. Από το 2022 αρθρογραφεί στο περιοδικό ήχου και μουσικής Yellowbox.
• 1987-2020: «Η Κλασική Κόμπακτ Δισκοθήκη»: Με την εμφάνιση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας στην Ελλάδα, ξεκίνησε την παραγωγή της εκπομπής στον Αθήνα 9.84, η οποία τιμήθηκε για την υψηλή της ακροαματικότητα (1η σε όλη την Ελλάδα, Μάιος 1988). Αυτή η ιστορική εκπομπή συνεχίστηκε έως τον Νοέμβριο του 2020, συμπληρώνοντας 33,5 χρόνια από την έναρξή της.
• 2003-2020: «Ο Αθήνα 9.84 πάει Μέγαρο». Παραγωγή και παρουσίαση της αποκλειστικής συνεργασίας του Αθήνα 9.84 με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για την προβολή συναυλιών και άλλων εκδηλώσεών του.
Μετά από 33,5 χρόνια εκπομπών, αριθμεί μερικές εκατοντάδες τίτλους, από όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής, πρωτίστως όμως της κλασικής.
Πολυετής ήταν, επίσης, η συνεργασία του με το κανάλι της ΕΡΤ, για σχολιασμό και παρουσίαση απευθείας μεταδόσεων συναυλιών κλασικής μουσικής.
Στο βιογραφικό του έχει Διαλέξεις Κλασικής Μουσικής. Την περίοδο 1997-2000, σε συνεργασία με το διεθνή Οίκο Τέχνης Christie’s (στην Αθήνα), υπήρξε εισηγητής διαλέξεων με θέματα την Ιστορία της μουσικής, την Όπερα, τα μουσικά όργανα κτλ., στα Ελληνικά και στα Αγγλικά. Από το 2012 μέχρι σήμερα συνεχίζει τις διαλέξις, δύο ή τρεις εποχές το χρόνο, στην αίθουσα διαλέξεων «Συρίγος Travel», με μεγάλη συμμετοχή.
Το 2013 κυκλοφόρησε «Η Δυναστεία Γιόχαν Στράους», το 440 σελίδων βιβλίο του, από τον εκδοτικό οίκο Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος. Πρόκειται για πρωτότυπη βιογραφία/εργογραφία των μεγάλων αυστριακών μουσουργών, το οποίο τέθηκε υπό την αιγίδα της Πρεσβείας της Αυστρίας στην Ελλάδα, εντάχθηκε στο M-shop του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και σχεδιάζεται να μεταφραστεί στα Γερμανικά και να κυκλοφορήσει σε Αυστρία και Γερμανία.
Προλογίζει και σχολιάζει συναυλίες κλασικής μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Κολέγιο Αθηνών, στο Ωδείο «Φίλιππος Νάκας» κλπ.

«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε και πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στον Πειραιά;
ΝΙΚΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Μεγάλωσα σε περιβάλλον που δεν είχε καμία σχέση με την κλασική μουσική. Ο παππούς και η γιαγιά ήταν υπέροχοι, πολιτισμένοι άνθρωποι που έφτασαν στην Ελλάδα από τη Σμύρνη, φέρνοντας μαζί τους τα δικά τους ακούσματα. Δυστυχώς, στην οικογένεια δεν άκουγε κανείς κλασική μουσική, ούτε γνώριζε τι διαδραματίζεται στο Ηρώδειο, τη Λυρική κτλ.

«Π»: Θέλετε να μας μιλήσετε για τη σχέση σας με το ραδιόφωνο; Πότε ξεκίνησε;
Ν.Κ.: Τον Μάιο του 1987 επρόκειτο να ξεκινήσει τη λειτουργία του ο πρώτος μη κρατικός Ρ/Σ, ο «Αθήνα 984». Μου ζήτησαν να ξεκινήσω με εκπομπές, αφού πρώτα με άκουσαν σε κάποιες διαλέξεις περί μουσικής. Συμφωνήσαμε να κάνω εκπομπές κλασικής μουσικής, διαφορετικές από ότι συνηθιζόταν ως τότε. Ακόμη και όταν ζήτησα τα πρωινά του Σαββατοκύριακου, προκάλεσε έκπληξη. Κάποιο στέλεχος μου είπε με απορία: «Μα καλά, κλασική μουσική το πρωί;». Υπήρξαν ποικίλες αντιδράσεις από κάθε κατεύθυνση: από μπράβο και συγχαρητήρια, μέχρι την ερώτηση «Γιατί παίζετε κλασική μουσική; Πέθανε κανείς;»… Αλλά πολύ σύντομα η εκπομπή ανέβασε ακροαματικότητα λόγω της παρουσίασης σύντομων έργων, με απλά σχόλια και χρήσιμες πληροφορίες. Επιπλέον, ήταν η πρώτη εκπομπή στην Ελλάδα που καινοτομούσε, που γινόταν αποκλειστικά με δίσκους CD, το νέο – τότε – φαινόμενο με τον τέλειο ήχο. Σας θυμίζω ότι τότε δεν υπήρχαν στο εμπόριο ούτε δίσκοι CD ούτε CD players και πολλοί απορούσαν πού βρήκα συσκευή (είχα φέρει μία δική μου από το Λονδίνο) και πού έβρισκα τους δίσκους.
Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη και από τους διαφημιζόμενους. Πέρα από τους αναρίθμητους δίσκους CD και τα μουσικά βιβλία που προσφέραμε με κλήρωση, δίναμε συχνά CD players, ενισχυτές, ταξίδια στην Αυστρία, τηλεοράσεις, μέχρι και βιολί από γνωστό μουσικό οίκο.

«Π»: Ως αρθρογράφος σε ειδικά περιοδικά με θέματα μουσικά ήταν και το αναγνωστικό κοινό ειδικό; Υπήρχε ενδιαφέρον; Θυμάστε κάτι αξιοσημείωτο από αναγνώστη;
Ν.Κ.: Ήταν όπως περίπου στο ραδιόφωνο. Σε ένα γνωστό περιοδικό μουσικής και hi-fi ήχου, αρθρογραφούσα τόσο για την ιστορία της μουσικής και με κριτική δίσκων κλασικής (τα πρώτα CD που ήρθαν στην Ελλάδα), όσο και δοκιμές συσκευών υψηλής πιστότητας ήχου. Οι αντιδράσεις των αναγνωστών βρίσκονταν και στους δύο τομείς, στο ποια ήταν τα καλύτερα CD και σε ποιες συσκευές θα ακούγονταν καλύτερα.

«Π»: Αθήνα 984: 1987-2020. Η «Κλασική Κόμπακτ Δισκοθήκη», η οποία τιμήθηκε για την υψηλή ακροαματικότητα σε όλη την Ελλάδα τον Μάιο του 1988. Μετά από 33,5 χρόνια δράσης σας εκεί, είστε ικανοποιημένος γι’ αυτήν την επιτυχημένη σας πορεία;
Ν.Κ.: Φυσικά ναι.! Ήταν κάτι που ούτε καν φανταζόμουν, όταν ξεκινούσα τις εκπομπές. Υπέθετα πως αυτό που ξεκίνησα τότε δεν θα κρατούσε πάνω από ένα χρόνο. Κι όμως, σήμερα, η πορεία αυτή ξεπέρασε κατά πολύ τα 33 και πλησιάζει τα 37 χρόνια, τώρα πλέον στο 3ο Πρόγραμμα της ΕΡΤ! Δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι η επιτυχία της εκπομπής στα πρώτα της βήματα έφερε και τη συνεργασία μου με την τηλεόραση της ΕΡΤ, όταν τη διετία 1993-94 είχα μια τακτική εκπομπή στην ΕΡΤ 2, αλλά παράλληλα έκανα το σχολιασμό συναυλιών, όπως τους «3 Τενόρους» και πολλά άλλα.

«Π»: Τι σας ώθησε στην κλασική μουσική;
Ν.Κ.: Όταν άκουσα για πρώτη φορά Κάρμεν στα 17 μου χρόνια, όχι απλώς εντυπωσιάστηκα, αλλά με έπιασε ρίγος. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτή η μουσική μπορούσε να προκαλέσει τέτοια συναισθήματα, σε έναν άσχετο νέο, όπως ήμουν εγώ τότε. Να σημειώσω εδώ πως ήμουν από πολύ μικρός, φανατικός ακροατής του μουσικού ραδιοφώνου, που άκουγα σχεδόν όλες τις μουσικές εκπομπές, γνωρίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις μουσικές του κόσμου. Από τους μουσικούς παραγωγούς ξεχωρίζω το μεγάλο δάσκαλο, και μετέπειτα φίλο και συνεργάτη, τον αείμνηστο Ζακ Μεναχέμ.

«Π»: Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες;
Ν.Κ.: Στην αρχή, οι γνωστοί και δημοφιλείς: Μότσαρτ, Μπετόβεν, Λιστ, Σοπέν, Χάυντν. Στη συνέχεια αναζητούσα τους σπάνιους. Μέσα από πολύχρονη έρευνα ανακάλυψα σπουδαία «διαμάντια» στη δισκοθήκη μου, η οποία για προφανείς επαγγελματικούς λόγους μεγάλωσε και έγινε τεράστια. Τσέχοι συνθέτες, ρομαντικά κοντσέρτα, σχεδόν άγνωστοι σύγχρονοι του Μότσαρτ. Και αυτή η λίστα με τα «διαμάντια» είναι μεγάλη και πλούσια. Φυσικά, ποτέ δεν σταμάτησα να ακούω τζαζ, λατινοαμερικάνικη μουσική, ποπ και ροκ, όπου ίσως δεν γνωρίζουμε ονόματα συνθετών, αλλά αγαπάμε τη μουσική τους.

«Π»: Η προσωπική σας δισκοθήκη περιλαμβάνει πάνω από 10.000 δίσκους με CD, βινύλια, κασέτες, DAT, DVD, Blu ray. Ποια είναι η αξία της για εσάς, πόσες ώρες απασχόλησης για την δημιουργία της έχετε ξοδέψει, πέραν του οικονομικού κόστους αλλά και της γνώσης;
Ν.Κ.: Ανεκτίμητη. Προφανώς το οικονομικό κόστος είναι πολύ μεγάλο, αλλά η αξία μιας τέτοιας συλλογής δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα. Είναι μια περιουσία για εμένα, η οποία σε κάποιον άλλο δεν θα είχε και πολλή σημασία. Στην εποχή μας, οι ανάγκες παραγωγής μιας ραδιοφωνικής εκπομπής απαιτούν σύγχρονη τεχνολογία. Και με την τεχνολογία ασχολήθηκα από πολύ παλιά. Σκεφτείτε πως είχα υπολογιστή από το 1990 και email αρκετά χρόνια πριν από την ίδρυση της Google… Χρειάστηκαν πάνω από 5 χρόνια εντατικής εργασίας, συχνά και με βοήθεια φίλων, για να καταχωρηθούν σωστά όλα αυτά τα CD, ώστε τα τελευταία δέκα χρόνια η πρόσβαση σε όλο το αρχείο να είναι εύκολη και απλή, με οποιοδήποτε κριτήριο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα κείμενα που έχω ερευνήσει, γράψει και εκφωνήσει όλα αυτά τα χρόνια, κείμενα που αριθμούν μερικές χιλιάδες σελίδων Α4 σε Word.

«Π»: Ποια τα συναισθήματά σας όταν ακούτε τις μουσικές του κόσμου; Τι ταξίδι είναι αυτό;
Ν.Κ.: Αυτό ακριβώς που νοιώθει ο καθένας όταν ακούει την καλή μουσική της επιλογής του. Η Μουσική είναι ένα δώρο για όλους τους ανθρώπους. Χαίρομαι όταν συχνά συναντώ ανθρώπους που μου λένε «δεν έχω ιδέα από αυτήν τη μουσική (κλασική), αλλά μου αρέσει να την ακούω, όταν μάλιστα μας δίνετε και μερικές πληροφορίες». Κι αυτό έχει μεγάλη αξία για εμένα. Ικανοποιούμαι γιατί αυτό που κάνω, με κόπο και αγώνα, αποδίδει καρπούς.

«Π»: Είστε πολυπράγμων, παράλληλα κάνετε ηχογραφήσεις σε ιδιόκτητο ψηφιακό στούντιο, τι χρειάστηκε για να στηθεί όλο αυτό;
Ν.Κ.: Οι ανάγκες των δραστηριοτήτων μου – ραδιόφωνο, διαλέξεις, τηλεοπτικές εκπομπές, διαφημίσεις, σποτ – επιβάλλουν να γίνονται πολλά πράγματα «κατ’ οίκον». Πρώτα γιατί ελέγχω την ποιότητα ήχου που πρέπει να είναι άριστη και ύστερα διευκολύνομαι στην παραγωγή μας εκπομπής. Αλλά αυτή η διαδικασία μου στοιχίζει σε χρόνο, εφόσον για μία ώρα προγράμματος χρειάζεται να κάνω την επιλογή της μουσικής, το κείμενο, την εκφώνηση και το μοντάζ. Ατέλειωτες ώρες…

«Π»: Μπορούμε να πούμε ότι είστε επιστήμων στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείστε και έχετε αφιερώσει την ζωή σας;
Ν.Κ.: Όχι, θεωρώ ότι «επιστήμων» και «δάσκαλος» είναι βαριές λέξεις, τίτλοι τιμής, που δεν μπορεί να φέρει ο καθένας. Στην πραγματικότητα, εφόσον έχω πίσω μου τόσα χρόνια, αν θέλετε βάλτε τη λέξη «πεπειραμένος». Αυτό φυσικά δεν θα είχε κανένα νόημα αν η δουλειά μου, στην οποία αφιέρωσα τη ζωή μου, δεν είχε ανταπόκριση.

«Π»: Τι πιστεύετε ότι απομακρύνει όλο και περισσότερο το ελληνικό κοινό από την κλασική μουσική; Πώς βλέπετε τη μουσική στον τόπο μας;
Ν.Κ.: Δεν πιστεύω ότι απομακρύνεται. Όταν ξεκίνησα το ’87, σας είπα νωρίτερα ότι μερικοί αναρωτήθηκαν γιατί ο σταθμός έπαιζε κλασική μουσική. Το Μέγαρο Μουσικής έφερε επανάσταση στην πόλη μας, ακολούθησε και η Θεσσαλονίκη, και έφεραν πολύ κόσμο στις αίθουσές τους, μαζί και πολλούς νέους. Σήμερα οι συναυλίες γεμίζουν – λίγο ή πολύ – τις αίθουσες και αυτό είναι μια πρόοδος, μερικά βήματα μπροστά. Βέβαια, δεν γίναμε Βιέννη και δυστυχώς τα ιδιωτικά κανάλια ούτε που υπολογίζουν τη λεγόμενη «κλασική» μουσική, γιατί προτιμούν τη μουσική της πίστας και της ανύπαρκτης ποιότητας. Είναι κακή πλύση εγκεφάλου.

«Π»: Ποια σημασία έχουν τα ακούσματα σε μικρή ηλικία για τους μουσικούς;
Ν.Κ.: Πολύ μεγάλη. Μπαίνει στο DNA τους και με το ανάλογο ταλέντο, μα και με την εκπαίδευση που λαμβάνουν μια ζωή, αφενός τους βοηθά στην κατανόηση αυτών που παίζουν και, αφετέρου, η μαγεία αναδύεται όταν ερμηνεύουν.

«Π»: Τι είναι η Μουσική για εσάς; Τι οφέλη αποκομίσατε από αυτήν;
Ν.Κ.: Η Μουσική για εμένα είναι το οξυγόνο της ζωής. Θα δυσκολευόμουν να αναπνεύσω χωρίς αυτήν. Είναι φάρμακο θεραπευτικό, ηρεμιστικό, τονωτικό και πολλά άλλα. Ήταν σπουδαίο αυτό που είχε πει ο Νίτσε: «Χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος». Στον επίλογο της φετινής Πρωτοχρονιάτικης Συναυλίας της Βιέννης, που είχα και φέτος την τιμή να σχολιάσω, είχα αναφέρει: «Είχε πει ο Διογένης: Διότι τηλικούτος ών, κιθαρωδεί και ου ληστεύει!, που σημαίνει: Ό,τι και να είναι αυτός, παίζει μουσική και δεν κάνει κακό. Μ΄ άλλα λόγια, η Μουσική κάνει τον άνθρωπο καλύτερο».

«Π»: Μουσικός παραγωγός και playlist. Πώς αλλάζει η σχέση με τον ακροατή και ποια η επίδραση πάνω του;
Ν.Κ.: Ευτυχώς, στην 37χρονη καριέρα μου ποτέ δεν υποχρεώθηκα για κάτι τέτοιο. Δυστυχώς πολλοί σταθμοί παίζουν με playlist. Αυτό κάνει οικονομία μισθοδοσίας στο σταθμό, αλλά παίζεται επιλεγμένη μουσική από άλλα κέντρα και όχι σοβαρούς παραγωγούς με γνώση, και φυσικά χωρίς την ανθρώπινη επικοινωνία που προσφέρει πληροφορίες και την παρέα που κάνει ο παραγωγός στον ακροατή. Σαν να βάζει κάποιος ένα δίσκο στο σπίτι του, μόνος. Το αποτέλεσμα είναι κακό, εφόσον χάνεται η ζεστή ανθρώπινη επαφή και, τελικά, η μαγεία του ραδιοφώνου.

«Π»: Ποιο τραγούδι – κομμάτι με τη γνώση και την εμπειρία που έχετε σας χαρακτηρίζει;
Ν.Κ.: Δύσκολη ερώτηση γιατί μου αρέσουν τόσα πολλά… Ένα από τα πρώτα που σκέπτομαι είναι η μουσική που χρησιμοποιώ στο σήμα των εκπομπών μου όλα αυτά τα χρόνια: Τα «Βασιλικά Πυροτεχνήματα» του Χαίντελ, με την έννοια της φωτεινής, ευχάριστης, πομπώδους μουσικής, που φέρνει ευεξία και φωτεινές εικόνες στο μυαλό αυτών που την ακούν. Ένα ακόμη μουσικό έργο που με χαρακτηρίζει είναι ο «Ωραίος, γαλάζιος Δούναβης» του Γιόχαν Στράους γιου. Πάντα με εντυπωσίαζε η χορευτική μουσική της Βιέννης και της «Δυναστείας Γιόχαν Στράους», λόγος που με έκανε να γράψω ένα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο (2013, εκδ. Ζαχαρόπουλος).

«Π»: Οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν επηρεάσει το ραδιόφωνο;
Ν.Κ.: Φυσικά. Η τεχνολογία μετάδοσης εξελίχτηκε πολύ μετά από τα fm stereo, που διαφήμιζε στο ξεκίνημά του ο 984. Σήμερα το ραδιόφωνο το βρίσκουμε παντού. Παλαιότερα, ακούγαμε ραδιόφωνο στο σπίτι από τρανζίστορ ή ραδιοενισχυτή, ή ακόμα και στο αυτοκίνητο. Σήμερα, πέρα από τις γνωστές συσκευές, για παράδειγμα το 3ο Πρόγραμμα καθώς και τα άλλα 11 ψηφιακά ραδιόφωνα τις ΕΡΤ ακούγονται σε όλη την Ελλάδα από τις τηλεοράσεις, οι οποίες συντονίστηκαν αυτόματα την εποχή της ψηφιακής αλλαγής. Αλλά και από τα κινητά τηλέφωνα, μέσω της εφαρμογής ertecho και της ιστοσελίδας www.ertecho.gr. Σήμερα όλοι οι σταθμοί αναμεταδίδουν πρόγραμμα από τη δική τους ιστοσελίδα, όντας προσβάσιμοι από υπολογιστές, laptop, tablet, κινητά.

«Π»: Πού υστερεί το Ελληνικό Ραδιόφωνο σε σχέση με αυτό του εξωτερικού;
Ν.Κ.: Τεχνικά δεν υστερεί σε τίποτα. Ούτε η ποικιλία μάς λείπει. Ο καθένας μπορεί να βρει κάποιο σταθμό του γούστου του. Απλώς είναι διαφορετικό σε ποιότητα. Δυστυχώς οι εκπομπές κλασικής μουσικής εδώ περιορίζονται κατ΄ αποκλειστικότητα στο 3ο Πρόγραμμα, ενώ στο εξωτερικό οι ακροατές του ραδιοφώνου έχουν πολλές ευκαιρίες και επιλογές.

«Π»: Τι ετοιμάζετε;
Ν.Κ.: Συνεχίζω τις εκπομπές στο 3ο κάθε Σαββατοκύριακο (3 μ.μ.), εξακολουθώ τις διαλέξεις μου με νέα θεματολογία και σχεδιάζω – όπως πάντα – νέες μουσικές εκδρομές, σε ευρωπαϊκές πόλεις, όπου ανθεί ο πολιτισμός. Και, φυσικά, είμαι εν αναμονή της επόμενης Πρωτοχρονιάτικης Συναυλίας από τη Βιέννη.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή