Φιλάνθρωπος ή άνθρωπος;

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Φιλάνθρωπος  ή άνθρωπος;
Εκτιμώ πολύ τους φιλόζωους. Σέβομαι τους φιλότεχνους. Θαυμάζω τους φιλομαθείς ανθρώπους. Αν και, προσωπικά, είμαι φίλαθλος, αγαπώ τους φιλολόγους. Δεν καταλαβαίνω, δεν νιώθω, τους «φιλάνθρωπους». Ίσως γιατί έχω στο μυαλό μου τη ρήση του Ιερού Αυγουστίνου: «H φιλανθρωπία δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο για τη δικαιοσύνη που δεν απονεμήθηκε». 

Άσε που με μπερδεύει η έννοια. Οι φιλάνθρωποι είναι … άνθρωποι ή άλλα όντα; Η λέξη είναι αρχαιοελληνική. Επινοήθηκε από τον Αισχύλο, στον Προμηθέα Δεσμώτη. Εκεί που περιγράφει ένα μύθο για τα πρωτόγονα πλάσματα που ζούσαν μέσα σε σπηλιές, χωρίς γνώσεις και δεξιότητες, με συνεχή φόβο για τη ζωή τους. Ο Προμηθέας όμως, ένας Τιτάνας φιλάνθρωπος, τους βοήθησε δίνοντάς τους ως δώρα την φωτιά και την αισιοδοξία: τη φωτιά, που συμβολίζει όλες τις γνώσεις, τις δεξιότητες, την τεχνολογία, τις τέχνες και την επιστήμη. Με αισιοδοξία, θα χρησιμοποιούν τη φωτιά εποικοδομητικά, για τη βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Αλλά ο Προμηθέας ήταν Τιτάνας, δεν ήταν άνθρωπος!
Η φιλανθρωπία είναι όρος που χρησιμοποιήθηκε στην εκκλησιαστική γραμματεία για να δηλώσει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Και οι εκκλησίες των διαφόρων ομολογιών, από τον Μεσαίωνα, πήραν αυτόν τον όρο για λογαριασμό της εγκόσμιας εξουσίας. Ουδέποτε η φιλανθρωπία εξήγησε γιατί υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι. Και στην ουσία έδινε ένα άλλοθι στην ανισότητα, που τη θεωρούσε φυσική τάξη πραγμάτων. Τη σκυτάλη της φιλανθρωπίας την παίρνουν από την Εκκλησία οι πολυεκατομμυριούχοι στις ΗΠΑ, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Πίμποντ, Κάρνεγκι, Ροκφέλερ, Φορντ κ.λπ., που είναι και οι μεγάλοι χρηματοδότες των προέδρων των ΗΠΑ. Δηλαδή οι ίδιοι που δημιουργούν την ανισότητα και τη φτώχεια την καταπολεμούν με τη φιλανθρωπία, που γίνεται επικοινωνιακό τους παιχνίδι.
Στη δεκαετία του ‘20, όλη η Ελλάδα, αλλά κυρίως η Αθήνα, είχε γεμίσει σακάτηδες, ανάπηρους των Πολέμων 1912-1922, που ζητιάνευαν για να ζήσουν δείχνοντας τα κομμένα πόδια και χέρια τους ή τα παραμορφωμένα πρόσωπά τους. Η πατρίδα τούς έδωσε αντί για σύνταξη ένα παράσημο τενεκεδένιο που δεν τρωγόταν. Και το 1931, ιδρύθηκε η Φιλανθρωπική Εταιρεία Αθηνών, με σκοπό να εισαχθούν σε κατάλληλα ιδρύματα για να καθαρίσει η πόλη από τη δυσάρεστη εικόνα των αναπήρων…
Την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα την περιγράφει γλαφυρά το επόμενο κείμενο: «Μέσα σ’ αυτή τη φοβερή στιγμή της παγκόσμιας κρίσης πλήθυνε το κακό, που ήτανε πάντα πολύ, μεγάλωσε η αθλιότητα των απαθλιωμένων ανθρώπων. Ο εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο μικροεπαγγελματίας, ο υπάλληλος ζούνε μέσα σε μια αδιάκοπη αγωνία. Από τη μια βλέπουνε το πενιχρό τους μεροδούλι να γίνεται κάθε μέρα λιγότερο, τη στιγμή που όλα ακριβαίνουν, ή βλέπουνε τα λιγοστά προϊόντα του ολόχρονου μόχθου τους να μένουν απούλητα ή να πουλιούνται σε τιμές εξευτελιστικές. Από την άλλη, κάθε μέρα κρούει την πόρτα τους το σκιάχτρο της αναδουλειάς με τη συντρόφισσά της, την πείνα. Και σ’ όσα σπίτια μπει μέσα το μεγάλο κακό, ρημάζουνε πιά.»
Αν σας φαίνεται παράξενη η γλώσσα είναι γιατί είναι μιάς άλλης εποχής. Γράφτηκε το 1832, χρονιά πτώχευσης, από το μεγάλο παιδαγωγό Δημήτρη Γληνό. Είναι όμως σαν να περιγράφει τη σημερινή εποχή. Την Ελλάδα του σήμερα και της καλπάζουσας φτωχοποίησης. Όπου οι φτωχοί και άποροι δεν είναι η εξαίρεση σε έναν κανόνα αλλά τείνουν να γίνουν ο κανόνας.  
Κάποιοι προσπαθούν να υποβαθμίσουν το πρόβλημα της ανθρωπιστικής-επισιτιστικής κρίσης. Η αλήθεια είναι σοκαριστική. Δεκάδες χιλιάδες νεόπτωχοι σχηματίζουν ουρές για ένα πιάτο φαΐ. Συσσίτια γίνονται και σε πολλά σχολεία με πρωτοβουλία των «Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων». Πληθαίνουν τα κρούσματα με παιδάκια που υποσιτίζονται και λιποθυμούν στην τάξη.
Τα περισσότερα συσσίτια οργανώνονται στα προαύλια των εκκλησιών. Αλλά και πολλά κοινωνικά δίκτυα, δήμοι, ιδρύματα, κάθε είδους οργανώσεις βάζουν καθημερινά τσουκάλι στην φωτιά. Στους 400 και πλέον αυτοδιαχειριζόμενους κοινωνικούς χώρους λειτουργούν κοινωνικές κουζίνες, όπου μαγειρεύουν και τρώνε συλλογικά. Δεν πρόκειται για φιλανθρωπία, αλλά για έμπρακτη αλληλεγγύη.
Όλοι αυτοί οι σύλλογοι και συλλογικότητες δεν έβαλαν προϋποθέσεις. Όποιος πεινάει μπορεί να πάρει ένα πιάτο φαϊ. Δεν χρειάζεται ταυτότητα, δεν είναι «μόνο για Έλληνες»! Είναι από ανθρώπους, για ανθρώπους.
Η φιλανθρωπία, αντίθετα, είναι μια παροχή «από απόσταση», προς κάποιους «μακρινούς άλλους». Οι οποίοι έχουν γίνει πλέον «κατώτεροι» από εμάς αφού έχουν χάσει το σπίτι τους, την πατρίδα, ένα αξιοπρεπές εισόδημα ή τη δουλειά τους.
Αν μπείτε στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Πατρών, θα διαβάσετε τους όρους και τις προϋποθέσεις για να μπορεί κάποιος να παίρνει μέρος στα συσσίτια της Μητρόπολης.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΤΡΩΝ
Εν Πάτραις τη 23η Νοεμβρίου 2016
«Οι δικαιούχοι θα επιλεγούν κατόπιν ελέγχου της κοινωνικο-οικονομικής καταστάσεώς τους, υπό αρμοδίας επιτροπής. Οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να καταθέσουν σε φωτοαντίγραφα τα κάτωθι δικαιολογητικά:
1) Αίτηση του ενδιαφερομένου (συμπληρώνεται κατα την ώρα της καταθέσεως των δικαιολογητικών).
2) Δ.Α. Ταυτότητος.
3) Εκκαθαριστικό Σημείωμα Εισοδήματος έτους 2015 της οικείας Δ.Ο.Υ. ή αντίγραφο της τελευταίας δηλώσεως φορολογίας Ε1.
4) Πιστοποιητικό Οικογενειακής Κατάστασης.
5) Δήλωση στοιχείων ακινήτων Ε9.
6) Βεβαίωση από το Ενοριακό Φιλόπτωχο του ενδιαφερομένου.
7) Κάρτα ανεργίας σε ισχύ, εφόσον ο αιτών είναι άνεργος.
8) Βιβλιάριο απορίας θεωρημένο από αρμόδια υπηρεσία.
9) Επίσημη ιατρική γνωμάτευση, εάν υπάρχει πρόβλημα υγείας.
10) Μισθωτήριο συμβόλαιο, στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος ενοικιάζει κατοικία.
11) Λογαριασμό ΔΕΗ ή ΔΕΥΑΠ.»
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ, Ο ΠΑΤΡΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Έχω την αίσθηση ότι για διορισμό στο δημόσιο ή άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, λιγότερα πιστοποιητικά ζητάνε Ιεράρχα μου …
Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ


(Χριστιάννα Λούπα)


Στους γυμνούς χαρίζω τα ρούχα μου.


Στους πεινασμένους μοιράζω το σώμα μου:
το στομάχι, το συκώτι,


τα νεφρά,


ένα χέρι, ένα πόδι…


Τους διψασμένους


κερνώ μια κούπα


απ’ το αίμα μου.


Στους μοναχικούς


προσφέρω την καρδιά μου.


Στους θλιμμένους,


το δάκρυ μου.


Κι όταν πια τίποτα από εμέ


δε θα ‘χει απομείνει


κι η τελευταία μου πνοή


θα σβήσει,


ετούτο αφάνταστα με θλίβει:


ποιος – αλήθεια, ποιος; – της Γης τους κολασμένους


μ’ αγάπη θα φροντίσει;
Πήγαινε στην κορυφή