Η ύπαρξη αυξημένου σωματικού βάρους αποκαλείται παχυσαρκία. Αν και όλοι έχουμε την εικόνα του παχέος ανθρώπου στο μυαλό μας, η αντικειμενικοποίηση του βαθμού της παχυσαρκίας έχει μεγάλη σημασία, προκειμένου να μπουν οι ασθενείς σε κατηγορίες με παρόμοια χαρακτηριστικά, προβλήματα και αντιμετώπιση.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια η μέτρηση του βαθμού της παχυσαρκίας γίνεται με τον δείκτη μάζας – σώματος, το γνωστό BMI (συντομογραφία από τον αγγλοσαξωνικό όρο Body Mass Index). Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται διαιρώντας το σωματικό βάρος σε κιλά, με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα και οι φυσιολογικές τιμές του είναι από 19 έως 25. Ένας ασθενής θεωρείται πως πάσχει από νοσογόνο παχυσαρκία όταν ο δείκτης BMI ξεπερνά το 40 (όταν δεν υπάρχουν άλλες συνοδές παθήσεις) ή όταν ξεπερνά το 35 (όταν υπάρχουν άλλες συνοδές παθήσεις πχ σακχαρώδης διαβήτης, ισχαιμική καρδιοπάθεια, υπέρταση, άπνοια κατά τον ύπνο, αρθροπάθεια κλπ).
Θέλετε να μαθετε πόσο BMI έχετε;
Ο δείκτης αυτός είναι απλώς η μαθηματική έκδοση της γνώσης που προκύπτει από την κοινή λογική, ότι δηλαδή όσο πιο ψηλός είναι κάποιος, τόσο περισσότερο βάρος μπορεί να έχει χωρίς να είναι παχύσαρκος. Για παράδειγμα ένας άνθρωπος ύψους 1.60 που ζυγίζει 120 κιλά έχει δείκτη μάζας σώματος 46.9 (το τετράγωνο του 1.60 είναι 1.6 Χ 1.6=2.56. Διαιρούμε τα 120 κιλά με το 2.56 και το αποτέλεσμα είναι 46.9) και θεωρείται πως πάσχει από νοσογόνο παχυσαρκία αφού ο δείκτης BMI ξεπερνά το 40. Εάν αυτός ο άνθρωπος είχε ύψος 2 μέτρα και 20 εκατοστά όπως πχ ένας αθλητής του μπάσκετ, ο δείκτης BMI θα ήταν μόλις 24.8 δηλαδή απολύτως φυσιολογικός.
Νοσογόνος ΠαχυσαρκίαΗ χειρουργική της παχυσαρκίας (βαριατρική) έχει θέση ως θεραπευτική επιλογή σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία, δηλαδή με BMI πάνω από 40 χωρίς συνοδές παθήσεις ή πάνω από 35 με συνοδές παθήσεις, υπό την προϋπόθεση πως δεν υπάρχουν θεραπεύσιμα μεταβολικά ή άλλα νοσήματα που να προκαλούν την παχυσαρκία (πχ υποθυρεοειδισμός) ή ψυχικές διαταραχές και αφότου έχουν προηγηθεί αποτυχημένες προσπάθειες απώλειας βάρους με συντηρητικά μέσα (διατροφή, γυμναστική, αλλαγή τρόπου ζωής).
Ο λόγος για τον οποίον χειρουργείται ένας ασθενής με νοσογόνο παχυσαρκία, είναι πως αποδεδειγμένα η απώλεια βάρους μετά την επέμβαση, βελτιώνει την ποιότητα ζωής και το προσδόκιμο επιβίωσης. Για να γίνει όμως αυτό, απαιτείται η στενή συνεργασία του ασθενούς με τον ιατρό, διότι αφενός μεν απαιτείται συνεχής ιατρική παρακολούθηση επί μακρόν, αφετέρου δε, η απώλεια βάρους επέρχεται με την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών του πάσχοντος. Η όποια βαριατρική επέμβαση απλώς δίνει την απαραίτητη ώθηση για να ξεκινήσει ο ασθενής αυτή την αλλαγή. Την ευθύνη διατήρησης του βάρους σε ανεκτά επίπεδα, την επωμίζεται ο ασθενής και μόνον αυτός, εφ’ όρου ζωής, έχοντας πάντοτε την υποστήριξη των ειδικών επιστημόνων, όποτε τη χρειάζεται (διατροφολόγου, ψυχολόγου – ψυχιάτρου, χειρουργού).
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το κοσμητικό αποτέλεσμα είναι παράπλευρο όφελος και όχι αυτοσκοπός της χειρουργικής της παχυσαρκίας. Ο στόχος της βαριατρικής χειρουργικής είναι να βελτιώσει την ποιότητα ζωής και το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών με νοσογόνο παχυσαρκία και όχι να «βελτιώσει τη γραμμή» ή να βοηθήσει στο «να χάσει μερικά κιλά» το σύνολο των ανθρώπων που είναι απλώς υπέρβαροι (ΒΜΙ έως 30) ή απλώς παχύσαρκοι (ΒΜΙ έως 35). Οι βαριατρικές επεμβάσεις δεν είναι άμοιρες επιπλοκών, σε τέτοιο βαθμό, ώστε όφελος από την όποια επέμβαση να έχει μόνο η ομάδα των ασθενών με νοσογόνο παχυσαρκία (ΒΜΙ άνω του 35 με συνοδά νοσήματα ή άνω του 40 με ή χωρίς συνοδά νοσήματα.
Αντιμετώπιση
Η χειρουργική θεραπεία της νοσογόνου παχυσαρκίας έχει περάσει πολλά στάδια και εξελίσσεται συνεχώς στην προσπάθεια μεγιστοποίησης της απώλειας βάρους και ελαχιστοποίησης των επιπλοκών. Ένα μεγάλο άλμα στη βαριατρική χειρουργική ήταν η έλευση των ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών, δηλαδή της λαπαροσκοπικής και της ρομποτικής χειρουργικής. Οι επιπλοκές από τις τεράστιες τομές της ανοικτής χειρουργικής ήταν συχνότατες και η ανάρρωση των ασθενών συνοδευόταν από νοσηρότητα και παρατεταμένη νοσηλεία. Πλέον, με τη λαπαροσκοπική ή τη ρομποτική επιμήκη γαστρεκτομή τύπου μανικιού (sleeve gastrectomy), τη γαστροπτύχωση, τη γαστρική παράκαμψη (gastric bypass) την τοποθέτηση δακτυλίου ακόμα και με τη χολοπαγκρεατική παράκαμψη, η νοσηρότητα από τις τομές έχει ουσιαστικά εκλείψει. Οι ασθενείς, αναλόγως της επέμβασης, παραμένουν από μία έως πέντε ημέρες στο νοσοκομείο (εφόσον δεν υπάρξει κάποια επιπλοκή), σιτίζονται το πολύ εντός τριών ημερών από την επέμβαση (συνήθως την επομένη του χειρουργείου) και κινητοποιούνται ώρες μόνο μετά την εγχείρηση.
Η επιλογή της βαριατρικής χειρουργικής επέμβασης, είναι εξατομικευμένη και καθορίζεται από την κατάσταση υγείας του ασθενούς, το βαθμό της παχυσαρκίας, την προσδοκώμενη απώλεια βάρους και την ύπαρξη άλλων νοσημάτων (πχ γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση). Πάντως, αυτό που ισχύει γενικότερα, είναι πως όσο πιο αποτελεσματική από πλευράς απώλειας βάρους είναι μία βαριατρική επέμβαση, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος επιπλοκών, αλλά και τόσο μεγαλύτερη διάρκεια έχει το αποτέλεσμά της.