Ο θάνατος του εμποράκου

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Ο θάνατος του εμποράκου

Πίστευα πως τά’χα δει όλα, πίστευα πως η επιτυχία μεγαλώνει μαζί με το μέγεθος των αριθμών, πίστευα πως έπρεπε να ανοίξουν τα σύνορα, να γίνουμε κάτοικοι ενός ανώτερου θεού, να κάνουμε θυσίες, να προσκυνήσουμε το βωμό της παγκοσμιοποίησης, να ανοίξουμε τις πόρτες, να ανοίξουμε τα σπίτια μας, να ξοδέψουμε, να καταναλώσουμε, να απαρνηθούμε κάθε τι που μας κρατούσε δεμένους με την παράδοση, με τις ρίζες τις συνήθειες και το κατοχικό σύνδρομο των γονιών μας.

Και τώρα επιστρέφω στην πόλη που ζω και αντικρίζω ένα απέραντο πάρκινγκ ανέργων, και αντιλαμβάνομαι πόσο λάθος έκανα. Τώρα με στοιχειώνουν οι άδειοι δρόμοι, τα κλειστά καταστήματα, η απόγνωση στα πρόσωπα των νέων. Από τα χρόνια της δραχμής διάβαινες τη Βεΐκου και έβλεπες πως αυτός ο δρόμος ήταν η καρδιά της πόλης. Στη Βεΐκου γνώρισα και την κυρία Ρίτσα, όπου κι αν πήγαινες την εύρισκες μπροστά σου, ήταν το στολίδι κάθε βιτρίνας, ήταν η μάνα, η κόρη, η αδερφή, ήταν η μαντόνα του κάθε εμποράκου. Ήταν προσιτή, ανοιχτόκαρδη, φιλόξενη, μου συστήθηκε ως κυρία Ρίτσα, κι όταν τη ρώτησα το Ρίτσα από πού βγαίνει, μου απάντησε από την «Αγορά» – αυτή ήταν η κυρία Ρίτσα το στολίδι της πόλης μας η «Τοπική Αγορά».
Αυτή είναι και η μοίρα του εμποράκου, τη μια φλερτάρει με τον επίγειο παράδεισο, την άλλη ακροβατεί με την καταστροφή ισορροπώντας στο τεντωμένο σχοινί της βιοπάλης. Ακροβάτης κανονικός, γιατί η ζωή από μόνη της επέλεξε τον εμποράκο σε ρόλο πρωταγωνιστή. Έτσι είναι η ζωή, σε σημαδεύει την ώρα που γεννιέσαι κι όταν περάσει η θεομηνία, σε καλεί να βγεις πρώτος στη σκηνή, να πάρεις εσύ τον πρώτο ρόλο, να ανοίξεις πρώτος την πόρτα στο κυνήγι της επιβίωσης, να παζαρέψεις την αγορά, να ρισκάρεις την πώληση, να παράξεις κέρδος, κι απ’ αυτό το κέρδος, να πληρώσεις τον υπάλληλο, το νοίκι, το νερό, το ρεύμα, την ασφάλιση, τους φόρους, τα τέλη, το δάνειο, κι απ’ το περίσσεμα να ταΐσεις τη φαμίλια. Η ζωή του εμποράκου κρίνεται κάθε μέρα ανελλιπώς και εξαρτάται απ’ τη διάθεση της παλάντζας που γέρνει το κουρασμένο της κορμί, πότε στο χρεωστικό και πότε στο πιστωτικό υπόλοιπο. Αλήθεια άραγε, ποιος θα μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια το εμπορικό κέρδος. Το κέρδος είναι τίμιο και λογικό όταν προλαβαίνεις να ταΐσεις όλες σου τις υποχρεώσεις, χωρίς να διαμαρτυρηθεί καμιά. Το ερώτημα είναι πόσο ο εμποράκος μπορεί να αντέξει αυτό το κυνήγι των υποχρεώσεων, και πόσο μπορεί αυτό το κέρδος, να είναι επαρκές και νά ‘ρχεται πάντα στην ώρα του. Γιατί αν στραβώσει έστω και μια υποχρέωση, ο παράδεισος γίνεται κόλαση, και η ζωή του εμποράκου εφιάλτης, που έρχεται στον ύπνο και στον ξύπνιο να του περάσει θηλιά στο λαιμό και να τον πνίξει. Αυτός είναι ο θάνατος του εμποράκου.
Αυτός, είναι ο καπιταλισμός … ηλίθιε, ακούω μια φωνή νά ‘ρχεται από απέναντι – το ηλίθιε μάλλον ήταν δικός μου συνειρμός, γιατί οι αρχές και η ευγένεια του φίλου μου του Δημήτρη που καθόταν στο ίδιο τραπέζι, δεν επιτρέπουν τέτοιες εκφράσεις. Ο Δημήτρης που διάβασε τις σκέψεις μου, είναι κομμουνιστής και κουμπάρος με τους περισσότερους της παρέας, εξ ου και το παρατσούκλι «ο κουμπαράκος», δεινός συνομιλητής με ολοκληρωμένο λόγο και διασφαλισμένο αριστερό έδρανο στο μικρό κοινοβούλιο του Ίντερνετ καφέ. Το Ίντερνετ καφέ είναι η μικρή βουλή της πόλης κοντά στο Παλαιό Τέρμα, και συνεδριάζει ανελλιπώς κάθε Σάββατο απ’ τις δώδεκα, μέχρι τις τρεις το μεσημέρι. Ο φίλος μου ο Δημήτρης, ο κουμπαράκος, για δυο πράγματα καμαρώνει, για το βιολί που μελωδογραφεί στα τρυφερά χεράκια της κορούλας του και για την δική του βιόλα που στο δοξάρι της έχει κρεμάσει την σημαία της κόκκινης επανάστασης, καλώντας σε ρυθμό δύο τέταρτα την εργατική τάξη σε παλλαϊκή εξέγερση.
Ο Δημήτρης, πάντα ασυμβίβαστος, πίνει το ούζο χωρίς παγάκια και νερό, καθάριο όπως κι απόψεις του. Εμείς οι υπόλοιποι, μαζί κι ο πρόεδρος του μικρού κοινοβουλίου, συμμετέχουμε σε τούτη την καθιστική επανάσταση, αραιώνοντας ούζο και ιδέες με άφθονο νερό και παγάκια, τόσο που η κόκκινη επανάσταση του Δημήτρη κάνει την παντιέρα να γίνετε Ροζ, Πράσινη, Μπλε… εύκολη και ακίνδυνη ιστορία έτοιμη προς βρώση και κατάποση.
Αλήθεια ποιος έχει διάθεση σήμερα για φασαρίες και επαναστάσεις, δεν ζούμε δα και στην κατοχή, στο κάτω κάτω ας κάνουν επανάσταση αυτοί που πεινάνε…. «Κλάνει ο πεθαμένος σύντροφε» πετάγεται από απέναντι ο Δημήτρης, ο κουμπαράκος, ο κομμουνιστής που συνέχισε να διαβάζει τις σκέψεις μου… «Στην κατοχή, σύντροφε Τάσο, δεν βγήκαν στο βουνό αυτοί που πεινούσαν, αλλά αυτοί που διψούσαν για ελευθερία». Δεν τα βγάζεις πέρα με τους κομμουνιστές, ψιθυρίζει στο αυτί μου ο Αντώνης, που είχε το ούζο τίγκα στο νερό. Από την άλλη ο πρόεδρος του μικρού κοινοβουλίου είχε πάρει ύφος Δέσποτα, και έβαζε κάρβουνα στο θυμιατό να διώξει τα κομμουνιστικά δαιμόνια που κουβάλαγε μέσα του ο Δημήτρης «ο κουμπαράκος». Ο πρόεδρος, φορώντας το Δεσποτικό ύφος έμοιαζε ήρεμος μιας και σύντομα του είχε αποκαλύψει ο πνευματικός του πατέρας στο Άγιον Όρος πως θα απολαμβάνει τα κυβερνητικά οφίτσια. Γενικά τον πρόεδρο δεν μπορείς να τον πεις ούτε χριστιανό ούτε καθολικό. Γι’ αυτό και οι κακές γλώσσες λένε πως ο επόμενος θρησκευτικός του προορισμός θα είναι το Βατικανό, τώρα που σε δέχονται εύκολα μόνο με την ιδιότητα του ακτιβιστή.
«Αλλού με τρίβεις Δέσποτα, κι αλλού έχω το πόνο», αναστέναξε βαριά ο Δημήτρης ο κουμπαράκος, ακούγοντας τις θρησκευτικές ανησυχίες του προέδρου. Αλλά πού να καταλάβει ένας κομμουνιστής του 5% πόσο σπουδαίο είναι σήμερα να είσαι καβάλα στο θρησκευτικό και κυβερνητικό τρένο.
Καμώθηκα πως βιάζομαι, χαιρέτησα την ομήγυρη, κατέβασα με μιας το νερωμένο ούζο, και τράβηξα προς την οδό Αγίας Γλυκερίας. Μπροστά από την τράπεζα είχε μαζευτεί κόσμος, κοιτώντας από απόσταση μια γνωστή σε μένα γυναικεία φιγούρα πεσμένη στο έδαφος. Η κυρία Ρίτσα ψελλίζω, τρέχω και παίρνω το όμορφο κεφάλι της στην αγκαλιά μου, ψυχορραγούσε, το πρόσωπό έτρεχε αίματα, η φωνή της έβγαινε με δυσκολία, κάτι προσπαθούσε να μου πει, οι ανάσες πέφτανε βαριές η μια κοντά την άλλη. Ποιος είναι αυτός που τόλμησε να κάνει αυτό το έγκλημα, φωνάζω στους γύρω με όλη μου την δύναμη, πέστε μου ποιος είναι αυτός !!! Ποιός είναι αυτός που τόλμησε να αγγίξει το πρόσωπο αυτής της όμορφης Aγοράς; Πέστε μου, ποιός είναι αυτός; «Είναι ο καπιταλισμός…. Ηλίθιε» ακούγεται δίπλα μου η ήρεμη φωνή του φίλου μου του Δημήτρη, του κουμπαράκου…

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή