Γνώρισα τον κ. Ιάκωβο Δρόσο πριν δύο μήνες περίπου όταν μου τηλεφώνησε για να μου ζητήσει να συμμετάσχω στην παράσταση που ανεβάζει αυτή την περίοδο στο θέατρο Altera Pars. Όταν σε παίρνει ο κ. Δρόσος τηλέφωνο, φυσικά δέχεσαι και απόρροια της γνωριμίας αλλά και συνεργασίας μας είναι η συνέντευξη που ακολουθεί. Με πάνω από 650 συνεργασίες στο ενεργητικό του ως σκηνοθέτης, μουσικός, μεταφραστής, μουσικός επιμελητής, γνωρίζει όλο το ελληνικό θέατρο εκ των έσω και είναι φυσικό να έχει άποψη για τα πράγματα. Νομίζω πως όσα ακολουθούν είναι άκρως ενδιαφέροντα…
«ΠΑΛΜΟΣ»: Κύριε Δρόσο, θα ήθελα να ξεκινήσουμε ρωτώντας σας κατ’αρχάς ποιά ήταν τα κριτήρια για την επιλογή του «Καθάρσιου του Μπέμπη» στο θέατρο Altera Pars;
ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΡΟΣΟΣ: Το «Καθάρσιο του Μπέμπη» έχει μια άλλη ιστορία καθώς ήταν να ανέβει πέρσι αλλά, δυστυχώς, ο παραγωγός της παράστασης ήθελε να επεμβαίνει σε όλα οπότε έφυγα. Αλλά επειδή το είχα μεταφράσει και μου άρεσε πολύ το έργο, αποφάσισα να το ανεβάσω μ’ ένα νέο θίασο, με νέα παιδιά δηλαδή.
«Π»: Η παράσταση έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και δύο εβδομάδες. Είστε ευχαριστημένος με την επιλογή σας;
Ι.Δ.: Ναι, βέβαια! Είμαι πολύ ευχαριστημένος και με την επιλογή του συγκεκριμένου έργου αλλά και με την επιλογή των πέντε ηθοποιών.
«Π»: Το έργο γράφτηκε γύρω στο 1910 απ’ό,τι γνωρίζω. Τί κοινά σημεία έχει με τη σημερινή εποχή;
Ι.Δ.: Είναι πάρα πολύ επίκαιρο και, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Φεντώ, είναι μια σάτιρα που μιλά για τη μεσοαστική τάξη. Εμείς βέβαια έχουμε επιτείνει λίγο αυτή τη σάτιρα και είναι μια πολύ σκληρή κριτική πάνω στη σημερινή κοινωνία. Ο Φεντώ έγραψε αυτό το έργο γύρω στο 1910 πράγματι. Εκείνος συνδεόταν με άτομα και των δύο φύλων και όταν έμαθε πως η γυναίκα του απέκτησε εραστή, έφυγε από το σπίτι και έγραψε αυτό το έργο, το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία αμέσως μόλις παίχτηκε στο θέατρο. Μπορεί να έχουμε πάνω από 100 χρόνια απόσταση από την εποχή που γράφτηκε το έργο αλλά είναι πολύ σημερινό και έχει όλα αυτά τα στοιχεία που με ενδιαφέρουν εμένα, δηλαδή το παράλογο, το σουρεαλιστικό στοιχείο. Γι’ αυτό και ο Ιονέσκο, στο «Μάθημα», έχει εμπνευστεί από τον Φεντώ, άρα ήταν πολύ προχωρημένος για την εποχή του. Μάλιστα ο ίδιος ο Φεντώ στη ζωή του δεν ήταν καθόλου εύχαρης, ήταν πολύ «βαρύς» και όλοι τον έλεγαν καταθλιπτικό παρόλο που έγραφε συνέχεια κωμωδίες.
«Π»: Κύριε Δρόσο, με ποιά κριτήρια επιλέξατε τους πέντε ηθοποιούς της παράστασης;
Ι.Δ.: Μόνον ένας ήταν δεδομένος, ο οποίος έχει και αυτή την εταιρία, τη Θέαση, ο Ευθύμης Μπαλαγιάννης και από κει και πέρα η επιλογή ήταν δική μου. Για τον πρώτο ρόλο τον γυναικείο, που τον παίζει η Ζαχαρούλα Θεοδοσίου, υπήρχαν δύο υποψήφιες και θεωρώ ότι διάλεξα την καλύτερη! Στο ρόλο του υπουργού είναι ο Παναγιώτης Καρμάτης, ο οποίος πήρε το ρόλο αμέσως μετά από μία σύντομη οντισιόν και δεν μετανιώνω καθόλου. Για την υπηρέτρια, που την κάνει η Ελένη Νασοπούλου, υπήρχε μία άλλη κοπέλα η οποία δεν μπορούσε να συνεχίσει γιατί έπαιζε και σε άλλες δύο παραστάσεις. Την Ελένη την είχα δει σε μια παράσταση και δεν την είχα προσέξει, ξαναείδα την παράσταση, μου άρεσε και την επέλεξα. Ως προς το ρόλο του Μπέμπη, εκεί υπήρξε ένα πρόβλημα κυρίως γιατί ο ρόλος είναι λίγο περίεργος και τολμηρός και υπήρχαν ηθοποιοί που δεν δεχόντουσαν να τον αναλάβουν. Τελικά βρέθηκε ένα παιδί, το οποίο όμως είχε ένα ατύχημα δυο βδομάδες πριν την πρεμιέρα και τελικά μετά από πολλά τηλεφωνήματα και αγωνία, βέβαια, ήρθε ο Αντώνης Χαντζής με τον οποίο είμαι πολύ ευχαριστημένος γιατί μέσα σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα κατόρθωσε να κάνει αυτό που άλλοι το κάνουν μέσα σε δύο μήνες ή ακόμα και τρεις. Συνεπώς, είμαι πολύ ευτυχής που έχω αυτό το θίασο!
«Π»: Θεωρείτε πως το θέατρο αντιγράφει τη ζωή ή συμβαίνει το αντίθετο, η ζωή αντιγράφει το θέατρο;
Ι.Δ.: Έχω μια άλλη άποψη για το θέατρο. Δεν νομίζω ότι πάντα το θέατρο αντικατοπτρίζει μία φάση ή μία κατάσταση ζωής. Για μένα το θέατρο είναι θέατρο και εγώ προσωπικά στο θέατρο δεν προσπαθώ να δω κάτι το οποίο το ξέρω ή το συναντάω στη ζωή μου αλλά πηγαίνω απλώς να δω ένα θεατρικό έργο.
«Π»: Υπάρχουν κάποιοι δημιουργοί που σας επηρέασαν στα πρώτα σας βήματα ή στην πορεία σας;
Ι.Δ.: Ναι, βέβαια! Η Μάγια Λυμπεροπούλου με επηρέασε σίγουρα, την οποία θεωρώ τη μόνη σπουδαία ηθοποιό που έχουμε σήμερα στο ελληνικό θέατρο και βέβαια ο Βασίλης Παπαβασιλείου, με τον οποίο είμασταν μαζί όταν είχε την ομάδα «Εποχή», που είναι ο δάσκαλός μου. Και φυσικά ο Μίνως ο Βολανάκης, τον οποίο όμως πρόλαβα στα τελευταία του και κάναμε μόνο τρεις παραστάσεις μαζί αλλά για μένα η συνεργασία αυτή ήταν μάθημα ζωής. Αυτά ως προς τους Έλληνες διότι από ξένους έχω πάρα πολλούς: πρώτα απ’όλα τον Πατρίς Σερό, έναν σπουδαίο Γάλλο θεατράνθρωπο, ηθοποιό, σκηνοθέτη, τα πάντα…, τον Γουίλσον που λατρεύω και τον Πέτερ Στάιν.
«Π»: Εκτός από θεατρικός σκηνοθέτης, είστε θεατρικός συγγραφέας, μουσικός, μουσικός επιμελητής, μεταφραστής… Ποιά από τις επαγγελματικές σας ιδιότητες θεωρείτε ότι σας εκφράζει περισσότερο;
Ι.Δ.: Όλες διότι ό,τι κάνω είναι αυτό το οποίο με εκφράζει! Παρόλο που είμαι καθηγητής γαλλικής φιλολογίας, ξεκίνησα με τη μουσική, έχω δουλέψει με τους περισσότερους σκηνοθέτες και είναι κάτι με το οποίο ασχολούμαι ακόμα και σήμερα.
Η σκηνοθεσία είναι κάτι άλλο, είναι κάτι που νιώθω ότι με προχωρά πολύ ως άνθρωπο – αυτή είναι η ένατη παράσταση που σκηνοθετώ.
«Π»: Τί είναι αυτό που κάνει μια σκηνοθεσία και κατ’επέκταση μια παράσταση πετυχημένη;
Ι.Δ.: Συνταγή επιτυχίας δεν υπάρχει διότι μια παράσταση είναι αποτέλεσμα ηθοποιών και μόνο. Δεν πιστεύω στους σκηνοθέτες που έχουν τη μανία της σκηνοθετίτιδας. Εμένα με ενδιαφέρουν οι ηθοποιοί, αυτούς θέλω να βλέπει ο θεατής και όχι τη σκηνοθεσία. Αν ο θεατής βλέπει τη σκηνοθεσία, τότε η παράσταση για μένα είναι αποτυχημένη.
«Π»: Αγαπημένος θεατρικός συγγραφέας;
Ι.Δ.: Ο Στρίνγκμπεργκ για πάντα!
«Π»: Τα επόμενα σχέδιά σας, κ. Δρόσο;
Ι.Δ.: Έχω γράψει ένα θεατρικό έργο, το οποίο θέλω να ανεβάσω αλλά είναι λίγο τολμηρό λόγω του ότι αναφέρεται στους μετανάστες και μάλιστα παίρνει την πλευρά των μεταναστών και όχι των Ελλήνων. Όμως θεωρώ πως είναι δύσκολο να ανέβει γιατί έχω κάνει κάποιες κρούσεις ακόμα και σε μετανάστες για να παίξουν, αλλά φοβούνται. Εκτός από αυτό, όμως, υπάρχουν και άλλα δύο σχέδια, τα οποία ελπίζω να υλοποιηθούν: το ένα είναι ένα διήγημα του Εντγκαρ Άλαν Πόε «η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου», το οποίο θέλω να είναι μουσικοχορευτικό και λίγο «σκοτεινό», και ο «Δράκουλας» βέβαια τον οποίο έχω γράψει, έχει ανέβει στο Ιλίσσια Στούντιο σε μια παράσταση η οποία δεν με εξέφραζε καθόλου και θέλω να το ανεβάσω για να το φέρω στην κανονική του μορφή, όπως το θέλω εγώ.
«Π»: Μια τελευταία ερώτηση που πάντα κάνει το «Έγχρωμο Ραδιόφωνο»: αν σας ζητούσα να τιτλοφορήσετε αυτή τη συνέντευξη, τί τίτλο θα της βάζατε;
Ι.Δ.: Θα δανειστώ μια φράση για την παράσταση. Λέμε λοιπόν, «μια σουρεαλιστική ροκ παράσταση», οπότε θα πω «μια σουρεαλιστική ροκ συνέντευξη».