Άρθρο Μανώλη Χριστοδουλάκη, Γραμματέα του Κινήματος Αλλαγής, στο iEidiseis:
“Ανεύθυνη η μη αντιπολίτευση
Στις εθνικές εκλογές, ο κυρίαρχος λαός δεν κρίνει και επιλέγει απλώς. Μας κατατάσσει, και με βάση την κατάταξη αυτή μας δίνει και εντολές. Στον πρώτο, την εντολή διακυβέρνησης της χώρας. Στους υπόλοιπους, την καθόλου υποδεέστερη, εντολή ελέγχου του πρώτου. Τις εντολές μας τις αναλαμβάνουμε όλοι, αξιολογούμαστε για την απόδοση μας επί αυτών και κατατασσόμαστε ξανά.
Εμείς, λοιπόν, αναλάβαμε τη δική μας. Εντολή ελέγχου. Σοβαρού, ποιοτικού, παραγωγικού, ελέγχου υπεύθυνου και με πολιτικό πρόσημο. Έλεγχος δεν σημαίνει σιωπή, δε σημαίνει λευκή επιταγή, δε σημαίνει αναμονή για το λάθος, ή για τη θεωρία του ώριμου φρούτου. Δε σημαίνει φυσικά και άναρχες φωνές, ή στείρα συνθηματολογία, καβαλώντας απλά τα κύματα της επικαιρότητας. Η αντιπολίτευση είναι ευθύνη. Για να αναδεικνύει λάθη της κυβέρνησης, παραλείψεις, ελλιπείς σχεδιασμούς, αδιαφανείς χειρισμούς, αστοχίες, ιδεολογικές διαφωνίες, αναποτελεσματικότητα. Όχι μόνο για τη χαρά της ανάδειξης, αλλά για την επιτυχία της διόρθωσης, προς όφελος των πολλών.
Και αυτό κάναμε. Συνοδεύαμε πάντα τη διαφωνία μας με την αντιπρόταση μας. Τα προβλήματα με τις δικές μας λύσεις. Την κριτική με τεκμηρίωση. Τα δικά μας μέτρα και αντίμετρα, με ρεαλισμό και κοστολόγηση. Το κάναμε στην πρώτη φάση διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, με τις προτάσεις μας για την καλύτερη ιχνηλάτηση και τον περιορισμό της διασποράς της νόσου. Το κάναμε υπερθεματίζοντας πρώτοι από όλους για τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Το κάναμε στη δεύτερη φάση με το Ενδιάμεσο μας Πρόγραμμα για το πώς θα κρατήσουμε όρθια την κοινωνία και ζωντανή την οικονομία, με την ολοκληρωμένη πρόταση μας για την αναγέννηση του ΕΣΥ, με το σχέδιο μας για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Το κάναμε στα μεγαλύτερα και τα μικρότερα, στα απλά και τα σύνθετα. Και φυσικά δεν θα χαρίσουμε το ρόλο μας σε όσους, υπό το φόβο των ευθυνών, ζητάνε omerta.
Σήμερα, λοιπόν, που καθόμαστε ξανά στο σπίτι και γίναμε πάλι φίλοι με το 13033, έξι μήνες μετά το τέλος του πρώτου lockdown, και λίγες μόλις μέρες από το πολύ εύηχο δια στόματος των αρμοδίων ότι «απέχουμε πολύ από το δεύτερο», ανάμεσα στα αυτοαναιρούμενα διαγγέλματα χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, εμείς δεν θα παραλείψουμε να απαντήσουμε στο πραγματικό ερώτημα.
Όχι αν ήταν αναγκαίο το lockdown τώρα, αλλά γιατί φτάσαμε στο σημείο να είναι αναγκαίο.
Και για να γίνει σωστά η ανάλυση των αιτιών που μας οδήγησαν στο καθ’ ομολογίαν αδιανόητο, δεν αρκεί μία οριζόντια ανάγνωση απόλυτων αριθμών κρουσμάτων και θανάτων στην Ευρώπη και τον κόσμο, γιατί εδώ, υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά. Η χώρα μας, μπήκε στο καλοκαίρι έχοντας σχεδόν εκμηδενίσει τα ενεργά κρούσματα στην επικράτεια της, με τη δυνατότητα να ξεκινήσει το σχεδιασμό από μηδενική βάση, χωρίς ενεργές εστίες μετάδοσης, σε αντίθεση, δηλαδή, σχεδόν με όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Έτσι, κερδίσαμε τουλάχιστον 3 κρίσιμους μήνες, προκειμένου να προετοιμαστούμε αποτελεσματικά, ειδικά στον τομέα της πρόληψης, για τον αναμενόμενα δύσκολο χειμώνα που θα ακολουθούσε.
Και εδώ θα μπορούσε κανείς να πει πολλά για τα μηνύματα υπέρμετρης χαλάρωσης που εξέπεμψαν κορυφαίοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, με το συνωστισμό σε εγκαίνια και πλατείες. Πολλά για το πώς άνοιξε η εστίαση και ο τουρισμός, για τον ελλιπή έλεγχο στα χερσαία μας σύνορα, για το πώς υπό την πίεση ορισμένων εξαναγκαστήκαμε σε παράλογες «πληρότητες» σε πλοία και αεροπλάνα, πώς η απουσία εμπροσθοβαρών οικονομικών μέτρων οδήγησε σε οριακή εφαρμογή από τους επαγγελματίες των υγειονομικών περιορισμών, σε μία απέλπιδα προσπάθεια οικονομικής τους διάσωσης.
Θα σταθώ όμως μόλις σε τρία, που είναι, ωστόσο, απολύτως ενδεικτικά της αναποτελεσματικότητας, της παντελούς έλλειψης σχεδίου, αλλά και της αντιφατικής διαχείρισης, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αναξιοπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Πρώτον, η σχεδόν μηδενική προετοιμασία του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Χωρίς την ένταξη ιδιωτικών και περιφερειακών εργαστηρίων στο δημόσιο σχεδιασμό για τα τεστ, και χωρίς καμία μέριμνα για την απορρόφηση του κόστους, ή έστω τη διατίμηση και τη συνεισφορά του ΕΟΠΥΥ, που θα έδινε σημαντικές λύσεις στην αποτελεσματικότερη ιχνηλάτηση των κρουσμάτων. Χωρίς κανένα σχέδιο ενίσχυσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας που θα μπορούσε να συνεισφέρει στην αποσυμφόρηση των νοσοκομείων και χωρίς την έγκαιρη ενεργοποίηση των πολυδιαφημισμένων κινητών κλιμακίων. Με τις ΜΕΘ για τον covid-19 να αυξάνονται μόνο πλασματικά, απλώς βαφτίζοντας υφιστάμενες για άλλες χρήσεις, και με τις μοναδικές που δημιουργήθηκαν στο νοσοκομείο «Σωτηρία», υπό τη δωρεά της Βουλής, στην πράξη να υπολειτουργούν, λόγω της έλλειψης προσωπικού. Και φυσικά, με διαχείριση απόλυτα αδιαφανή, που εγείρει ζητήματα δημοκρατίας, σχετικά με τα πραγματικά δεδομένα, νοσηλευόμενων και κενών κλινών ΜΕΘ, που μας υποβάλλουν σε μία διαρκή – ίσως και στοχευμένη – αμφισβήτηση των αντοχών του ΕΣΥ.
Δεύτερον, ο τρόπος λειτουργίας των σχολείων. Με την παρουσία ακόμα και περισσότερων των 25 μαθητών σε κάθε τάξη, με τα επιστημονικά πρωτόκολλα πανευρωπαϊκά να περιορίζουν τον μέγιστο αριθμό σε 15. Με την αδυναμία να αξιοποιήσουν χώρους δημοτικής περιουσίας, ή ακόμα και ιδιωτικούς, για τον επιμερισμό των μαθητών, χωρίς πρόσθετες προσλήψεις εκπαιδευτικού προσωπικού για να καλύψει τις ανάγκες αυτές. Ή έστω, εναλλάξ πρωινά και απογευματινά μαθήματα, ή έστω εκ περιτροπής διδασκαλία με την παράλληλη μείωση της διδακτέας ύλης. Αποτέλεσμα, ακόμα και η λανθασμένη χρήση της μάσκας, που θα μπορούσε σε περίπτωση τήρησης των απαιτούμενων αποστάσεων εντός αίθουσας να αποφεύγεται στην ώρα του μαθήματος, αλλά να επιβάλλεται στο διάλειμμα, όπου ο έλεγχος της συναναστροφής των μαθητών, και ειδικά στις μικρότερες ηλικίες, είναι εκ των πραγμάτων προβληματικός, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για κατεξοχήν ασυμπτωματικούς φορείς που πολύ δύσκολα μπορούν να ιχνηλατηθούν.
Και τρίτον, τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Με 150 λεωφορεία και 80 τρόλεϊ να έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας, «απλώς» λόγω έλλειψης ανταλλακτικών και του κατάλληλου τεχνικού προσωπικού για να διεκπεραιώσει τις αναγκαίες επισκευές. Χωρίς κανέναν σχεδιασμό για τυχόν προσωρινές λύσεις, όπως λόγου χάριν για την ενοικίαση οχημάτων, ή έστω για το συντονισμό του ΟΑΣΑ με τις δημοτικές συγκοινωνίες της Αττικής και αστικές συγκοινωνίες πόλεων της περιφέρειας, ώστε να ενσωματωθεί προσωρινά ο αναγκαίος αριθμός οχημάτων στο σύστημα των αστικών συγκοινωνιών του Λεκανοπεδίου. Αποτέλεσμα το κυριολεκτικό «τσουβάλιασμα» των πολιτών σε αυτά και φυσικά, με τα μέτρα προστασίας κατά του κορωνοϊού να πηγαίνουν περίπατο.
Συμπέρασμα, στη διαχείριση κρίσεων, δεν αρκεί απλώς η «θωράκιση» των μέσων διάχυσης της πληροφορίας. Απαιτείται και ο αποτελεσματικός σχεδιασμός, η πρόβλεψη, η πρόληψη, η εφαρμογή. Και σε αυτό, γιατί πάντα όλοι κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος, η κυβέρνηση απέτυχε. Και ο ρόλος της αντιπολίτευσης, επειδή επί αυτής κρινόμαστε εμείς, δεν είναι η σιωπηρή παραδοχή του λάθους, στο όνομα της κρισιμότητας των στιγμών. Είναι η καθοριστική συμβολή στην αποφυγή του. Με την τελευταία φυσικά να εξαρτάται από τη διάθεση όσων λαμβάνουν τις αποφάσεις να ακούσουν, να προβληματιστούν, να υιοθετήσουν. Γιατί η γόνιμη πολιτική προς όφελος των πολιτών θέλει δύο.
Και γιατί, τελικά, ανεύθυνη είναι η μη αντιπολίτευση.”