Ο Πάνος Σταθόγιαννης γεννήθηκε στα Λευκάκια Ναυπλίου, στις 29 Αυγούστου του 1959. Ποιητής, πεζογράφος, στιχουργός, σεναριογράφος και μεταφραστής.
Σπούδασε Δημοσιογραφία και έκανε μεταπτυχιακά και διδακτορικό πάνω σε ζητήματα Κοινωνιολογίας της Μαζικής Επικοινωνίας. Διδάκτωρ Φιλολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου «Kliment Ohridski». Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ και συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού «Αίτιον». Κυκλοφορούν πέντε ποιητικές συλλογές, μία νουβέλα και τέσσερα μυθιστορήματά του. Βιβλία, πεζά και ποιητικά του κείμενα έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, σουηδικά, ρωσικά, βουλγαρικά, λιθουανικά και αραβικά.
Ενδεικτικά αναφέρουμε το έργο του σε ποίηση και πεζά.
• Ποίηση: «Η εποχή της αλεπούς», εκδόσεις Κέδρος, 1984.
«Νότια Θηρία» (τρίγλωσση έκδοση στα ελληνικά, αγγλικά και λιθουανικά), εκδόσεις του Διεθνούς Κέντρου Λογοτεχνών και Μεταφραστών Ρόδου, 2001. Τις μεταφράσεις έκαναν αντίστοιχα οι Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και η Ντάλια Σταπονκούτε.
«Όμαιμον» (σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με λιθογραφίες της Μαργαρίτας Ράντεβα), έκδοση της Σχολής Καλών Τεχνών, 2003.
«Ο Γραφιάς», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013.
«Τον έρωτα τον κοίταξα», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015.
«Ηρακλής – Οι 12 άθλοι, μυθοτράγουδα», παιδικά τραγούδια (βιβλίο και cd) σε συνεργασία με την Παυλίνα Παμπούδη και μελοποίηση του Τάσσου Ιωαννίδη) εκδόσεις Heaven και Selina Productions.
• Πεζά: «Το μοβ γοητεύει τα σαλιγκάρια», νουβέλα, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη-Νέα Σύνορα, 1994.
«Η κιβωτός με τις πρόθυμες γυναίκες», μυθιστόρημα, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη-Νέα Σύνορα, 1996.
«Ο ωραίος Έλληνας και άλλα θηρία της στάχτης», μυθιστόρημα, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη-Νέα Σύνορα, 1998.
«Αφήστε λίγο γλυκό και για μας, κύριε Κάφκα!…», 2004, μυθιστόρημα, εκδόσεις Κέδρος. Τον Μάιο του 2012 το βιβλίο του αυτό κυκλοφόρησε στα βουλγαρικά μετάφραση Ντραγκομίρα Βάλτσεβα).
«Ιδανικός καιρός γι’ αγάπες και ψέματα», μυθιστόρημα, εκδόσεις Κέδρος, 2008.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ
«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε;
ΠΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΓΙΑΝΝΗΣ: Μεγάλωσα ως τις αρχές της εφηβείας στο χωριό Λευκάκια, πέντε χιλιόμετρα από την πόλη του Ναυπλίου, σε περιβάλλον αγροτικό της δεκαετίας του ’60, με δυσκολεμένους γονείς, αλλά με γιαγιάδες που ήξεραν πολλά παραμύθια. Και μια φύση (εξημερωμένη ή άγρια), που με ενέτασσε με τρόπο μαγικό στις συντεταγμένες της και γινόταν εφαλτήριο των αδιάκοπων πτήσεων της παιδικής μου φαντασίας.
«Π»: Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Π.ΣΤ.: Όμορφα, παρά τις πολλές και μεγάλες δυσκολίες. Να σκεφτείτε ότι ο πατέρας μου συνελήφθη και ταλαιπωρήθηκε κατά τη διάρκεια της χούντας του 1967. Όμως – και δεν λέω κάτι πρωτότυπο με αυτό – τα παιδικά χρόνια είναι πάντα μια κατάφαση στο ερώτημα αν υπάρχει παράδεισος. Ο κόσμος και ο εαυτός δεν είναι απλώς μια ανακάλυψη, αλλά μια διαρκής αποκάλυψη. Το θαύμα είναι ο κανόνας, τα παιδιά είναι αθάνατα.
«Π»: Σε ποια ηλικία ξεκινήσατε να γράφετε;
Π.ΣΤ.: Εκεί γύρω στην ηλικία των οχτώ χρόνων. Είχα συγκλονιστεί όταν έμαθα ότι τα παραμύθια και οι ιστορίες που μου έλεγαν ή διάβαζα ο ίδιος δεν υπήρχαν από μόνα τους, αλλά κάποιος τα είχε επινοήσει. Πράγμα που σημαίνει ότι δίπλα στην πραγματικότητα μπορούμε να στήσουμε και έναν άλλον κόσμο, ικανό να αντιπαραθέτει το θαύμα στους φόβους και να τους εξορκίζει. Σκάρωνα τετράστιχα με αυστηρό ρυθμό και ομοιοκαταληξία. Διάβαζα πολύ και τα πάντα – ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Με έστελνε για τίποτα μικροψώνια η μητέρα μου κι εγώ ξεχνιόμουν, διαβάζοντας ένα τσαλακωμένο κομμάτι εφημερίδας που βρήκα στο δρόμο, κάποια σκισμένη σελίδα του «Ρομάντζου», ένα οποιοδήποτε χαρτί, φτάνει να είχε γράμματα πάνω του. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι το διάβασμα ήταν όχι απλώς μια κάποια παρακίνηση, αλλά ένα διαρκές σκούντημα προς το να γράψω κι εγώ τα δικά μου.
«Π»: Βοήθησαν οι σπουδές σας στη δημοσιογραφία στη γραφή σας;
Π.ΣΤ.: Όλοι οι τρόποι απεύθυνσης σε ένα ευρύτερο κοινό, ώστε να επιτευχθεί η επικοινωνία, έχουν ενδιαφέρον. Μαθαίνεις από όλους. Η δημοσιογραφία, επειδή με το ένα πόδι πατάει στον απλό κόσμο και με το άλλο στην εξουσία, σου ανοίγει ένα πεδίο σχεδόν απτικών εμπειριών από όλη τη γκάμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η πεζογραφία συχνά συνδιαλέγεται μαζί της, παρ’ όλο που η μία πραγματεύεται το εφήμερο και η άλλη επιχειρεί να πει (ή βαυκαλίζεται ότι μπορεί να πει) το αεί επίκαιρο. Θέλει μεγάλη προσοχή το μεταξύ τους πάρε-δώσε.
«Π»: Τι είναι ο λόγος για σας;
Π.ΣΤ.: Πιστεύω βαθιά ότι είναι η αρχή του παντός. Λέω «πιστεύω» και όχι «γνωρίζω», γιατί η γνώση είναι αποδείξιμη ενώ η πίστη είναι ελπίδα. Ελπίζω δηλαδή ότι ένας καλός Λόγος έθεσε σε κίνηση την ύλη και τη ζωή, και κάπου εκεί στα έσχατα να μας αιτιολογεί.
Στα πιο δικά μου τώρα. Για μένα ο λόγος ως τέχνη είναι η δυνατότητα να προκαλείς εκ του μη όντος και με εργαλείο τη γλώσσα εικόνες, συναισθήματα, σκέψεις, δονήσεις, ρίγη σε εντελώς σε σένα άγνωστους ανθρώπους. Με τι στόχο; Έστω λίγο, έστω για λίγο να σε αγαπήσουν. Λέει την απόλυτη αλήθεια ο Α. Εμπειρίκος στο: «Πάρε τη λέξη μου. Δώσε μου το χέρι σου».
«Π»: Ποιους συγγραφείς αγαπάτε, κλασικούς και σύγχρονους;
Π.ΣΤ.: Πάρα πολλούς. Αμέτρητους. Έχει παραχθεί πολύ και υψηλότατου επιπέδου έργο, θα χρειαζόμουν σελίδες να σημειώσω τα βιβλία και τους συγγραφείς που αγάπησα. Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε μια χούφτα «σίγουρα χαρτιά»: Όμηρος, Αισχύλος, Δάντης, Θερβάντες, Σαίξπηρ, Ρεμπώ, Σολωμός, Ντοστογιέφσκι, Καβάφης.
«Π»: Τι βιβλίο διαβάζετε τώρα;
Π.ΣΤ.: Ξαναδιαβάζω την «Τέταρτη Διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου, ένα από τα αριστουργήματα όχι μόνο της ελληνικής Γραμματείας, αλλά και έργο παγκόσμιας ποιητικής σύλληψης και εμβέλειας.
«Π»: Τι σας εμπνέει;
Π.ΣΤ.: Πολλά. Κυρίως ο έρωτας, η μουσική, η ζωγραφική, η φιλοσοφία, η ιστορία και η φύση. Και η ανάγνωση. Και οι ενδιαφέροντες άνθρωποι, ασφαλώς.
«Π»: Αγαπάτε κάποιο βιβλίο σας ιδιαίτερα; Γιατί;
Π.ΣΤ.: Ίσως τον «Γραφιά», μια σύνθεση «μεταιχμιακής» γραφής (ποίηση, πρόζα, δοκίμιο, όλα ανάκατα), γιατί θεωρώ ότι φανερώνει κάπως πιο ολοκληρωμένα τις προθέσεις μου σχετικά με τη γραφή.
«Π»: Στα βιβλία σας υπάρχουν βιωματικά στοιχεία;
Π.ΣΤ.: Έντονα και πολλά. Μεταποιημένα όμως ώστε να μην αφορούν μόνο εμένα. Ο συγγραφέας δεν εκφράζει τον εαυτό του. Ο συγγραφέας απευθύνεται.
«Π»: Πώς στήνετε μια ιστορία; Σχεδιάζεται η δομή ενός έργου;
Π.ΣΤ.: Νομίζω από μια αρχική εικόνα ή μια φράση. Την έχω μέσα μου για καιρό, με βασανίζει όμορφα, και σιγά σιγά αρχίζει να διευρύνεται από μόνη της. Να φουσκώνει. Να δοκιμάζει ιδέες, εικόνες, άλλες φράσεις. Μέχρι τη στιγμή που ξέρω κι εγώ ο ίδιος (πάντα στο περίπου), τι είδους «δέντρο» είναι αυτό που φυτρώνει μέσα μου, για να μπορώ να του φτιάξω πρόγραμμα ποτισμάτων, σκαλισμάτων, λίπανσης, κλαδέματος κλπ. Αυτή η διαδικασία σχετίζεται με τη δομή και ολοκληρώνεται με την τελευταία τελεία.
«Π»: «Η Εποχή της Αλεπούς», 1984, εκδόσεις Κέδρος. Είναι το πρώτο σας βιβλίο. Τι πραγματεύεται;
Π.ΣΤ.: Είναι ποιήματα. Βγήκαν με «πρόταση – εντολή» του Γιάννη Ρίτσου στην μυθική Νανά Καλιανέση του Κέδρου. Τα θέματά μου δεν έχουν αλλάξει από τότε. Ο έρωτας ως ρωγμή στο «εγώ» για να συναντηθεί με το «άλλο εγώ» στο όποιο «εμείς», ο θάνατος ως «απώλεια» ακόμα και μικροπραγμάτων, και το νόημα που φανερώνεται (ή προσδίδουμε εμείς) στη ζωή, σε όλες τις εκφάνσεις της. Άλλωστε, αυτά είναι και τα κυρίαρχα θέματα της λογοτεχνίας.
«Π»: «Το μοβ γοητεύει τα σαλιγκάρια», 1993, εκδόσεις Λιβάνη. Υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση από το προηγούμενο βιβλίο σας. Γιατί;
Π.ΣΤ.: Δεν ήμουν και τόσο σίγουρος για το τι ήθελα να κάνω μετά. Είχα κυρίως υφολογικές αναζητήσεις και τις συνεπαγόμενες ανασφάλειες. Ήθελα να δοκιμάσω την πεζογραφία. Το έκανα με αυτή την νουβέλα – μια Μεγάλη Εβδομάδα, με δυο παιδιά, σε ελληνική επαρχία, λίγο μετά τον Εμφύλιο.
«Π»: «Η Κιβωτός με τις πρόθυμες γυναίκες», 1995, εκδόσεις Λιβάνη. Ποια είναι η σχέση σας με τις γυναίκες και πώς θα χαρακτηρίζατε σήμερα αυτές;
Π.ΣΤ.: Αγαπώ πολύ το γυναικείο φύλο, αν και μετά λύπης μου πρέπει να παραδεχτώ ότι αγαπήθηκα περισσότερο απ’ όσο αγάπησα. Αναπηρίες… Μπορώ να χαρακτηρίσω συγκεκριμένες γυναίκες, γενικά αδυνατώ. Όταν αγαπάς κάτι, δεν το χαρακτηρίζεις. Απλώς το αγαπάς.
«Π»: «Ο Ωραίος Έλληνας», 1998, εκδόσεις Λιβάνη. Πώς περιγράφετε τότε αλλά, αλλά και σήμερα, τον Έλληνα;
Π.ΣΤ.: Ως ον ευφυές και παράλογο, με ιδιαίτερα τραγική μοίρα. Και τότε και τώρα. Για κάποιους λόγους, δεν χώρεσε στο εξώφυλλο ο πλήρης τίτλος, ο οποίος είναι «Ο ωραίος Έλληνας και άλλα θηρία της στάχτης». Ως «θηρίο της στάχτης» τον περιγράφω.
«Π»: «Νότια θηρία», 2002, εκδόσεις Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Τι περιλαμβάνει;
Π.ΣΤ.: Είναι μια τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά, αγγλικά και λιθουανικά) μικρών κειμένων ποιητικής διάθεσης. Τα συνόδευσα μάλιστα και σε ένα ποιητικό φεστιβάλ στην όμορφη και άγνωστη Λιθουανία. Θυμάμαι τί όμορφα είχαμε περάσει στη Ρόδο, φιλοξενούμενοι για δεκαπέντε μέρες από το Κέντρο, μαζί με τις μεταφράστριες που είχα την τιμή να ασχοληθούν με τα κείμενα του, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και την Ντάλια Σταπονκούτε.
«Π»: «Αφήστε λίγο γλυκό και για μας, κύριε Κάφκα!…», εκδόσεις Κέδρος. Είστε αυτό που λέμε «καφκικός».
Π.ΣΤ.: Κανείς δεν πέρασε από τον Κάφκα, χωρίς να τον επηρεάσει το βλέμμα του στα πράγματα. Πάντως, παρ’ όλο που τον αγαπώ πολύ και θεωρώ τη γραφή του ως ένα από τα πολλά σχολεία μου, δεν θα έλεγα ότι είμαι «καφκικός».
«Π»: «Ιδανικός καιρό γι’ αγάπες και ψέματα», 2008, εκδόσεις Κέδρος. Αν το γράφατε εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού, θα ήταν ο ίδιος τίτλος του βιβλίου αυτού;
Π.ΣΤ.: Δεν ξέρω. Μάλλον θα κρατούσα τον ίδιο τίτλο. Τόσο οι αγάπες όσο και τα ψέματα δεν πτοούνται από πανδημίες. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, ευδοκιμούν και καλύτερα.
«Π»: «Ο Γραφιάς (Homo scriptor)», 2013, εκδόσεις Γαβριηλίδης. Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι εμπνευσμένος ή έχει σχέση με τον Γραφιά του Μπάρτλεμπυ;
Π.ΣΤ.: Όχι, δεν το έχω καν διαβάσει. Περισσότερο έχει να κάνει με την εμμονική μου σχέση με κάθε είδος γραφής (ποίηση, πεζό, στιχουργική, σενάριο, αρθρογραφία κλπ). Μου αρέσει πολύ και η σκωπτική του κυριολεξία.
«Π»: «Τον έρωτα τον κοίταξα», εκδόσεις Γαβριηλίδης. Τι είναι ο έρωτας για σας; Τι ετοιμάζετε τώρα;
Π.ΣΤ.: Είναι σημαντικός, έως καθοριστικός, στη ζωή μου. Όπως και στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων, νομίζω.
Τέλος του χρόνου, αρχές του άλλου, ελπίζω να κυκλοφορήσει ένα καινούργιο, μάλλον δυστοπικό, μυθιστόρημά μου, με τίτλο «Το μωρό». Ταυτόχρονα μεταφράζω τη φιλοσοφική αυτοβιογραφία του Ρώσου στοχαστή Νικολάι Μπερντιάγεφ, με τίτλο «Αυτογνωσία».