Δήλωση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη μετά τη συνάντησή του
με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη, στη Λευκωσία:
Κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ μου Νίκο, κυρίες και κύριοι, βρίσκομαι για ακόμα μία φορά στην Κύπρο και στη ζεστή φιλοξενία της Λευκωσίας και οι δια ζώσης συναντήσεις μας θα ήταν ακόμα περισσότερες εάν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία. Σας διαβεβαιώνω όμως ότι τις υποκαθιστούν η συχνή -εβδομαδιαία πρακτικά- τηλεφωνική επικοινωνία μας. Και όπως όλοι γνωρίζετε και όπως ανέφερε και ο κύριος Πρόεδρος, η σημερινή μου επίσκεψη γίνεται σε μία ευαίσθητη συγκυρία για το μέλλον του Κυπριακού.
Διαβεβαίωσα λοιπόν, για ακόμα μια φορά, τον Πρόεδρο Αναστασιάδη ότι ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η εξεύρεση μιας συνολικής, βιώσιμης, λειτουργικής και αμοιβαία αποδεκτής λύσης παραμένει κορυφαία προτεραιότητα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Αποτελεί ένα θέμα εθνικό. Αποτελεί αναγκαία κίνηση συμμόρφωσης προς τη διεθνή νομιμότητα. Αποτελεί πράξη δικαιοσύνης προς τον κυπριακό λαό.
Τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία μένουμε προσηλωμένοι στις αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αυτές άλλωστε, αγαπητέ μου Νίκο, συγκροτούν -όπως πολύ σωστά είπες- το μόνο συμπεφωνημένο και καθολικά δεσμευτικό πλαίσιο λύσης. Και ταυτόχρονα το θεμέλιο για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια.
Τις επιλογές αυτές αξίζει να σημειωθεί ότι υπογραμμίζει και η πρόσφατη απόφαση 2561 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που κρίνει ως μόνη βιώσιμη λύση τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με τα γνωστά απαράβατα χαρακτηριστικά: Πολιτική ισότητα, όπως ορίζεται στις αποφάσεις, ένα κράτος με διεθνή προσωπικότητα, μια κυριαρχία, μία ιθαγένεια. Και με διασφάλιση της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το ίδιο πνεύμα απηχεί και το διαπραγματευτικό κεκτημένο των Ηνωμένων Εθνών, όπως αποτυπώθηκε στο ανακοινωθέν του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στο Βερολίνο, μόλις πρόσφατα, πριν από λίγους μήνες, στο οποίο αναφέρθηκε ο κύριος Πρόεδρος. Είναι το πολύτιμο αποτέλεσμα μιας πολυετούς, επίπονης διαπραγματευτικής προσπάθειας που πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί.
Δυστυχώς, η στάση της Τουρκίας και του επικεφαλής των Τουρκοκυπρίων βρίσκεται, τουλάχιστον αν ακούσει κανείς τις δημόσιες δηλώσεις, εκτός του πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών, εμμένοντας στην ανεδαφική θέση περί δύο κρατών. Κάτι που απορρίπτουν όχι μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος αλλά και ο ίδιος ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Το απορρίπτει φυσικά και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Όσοι μιλούν για δύο κράτη δεν ρώτησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η Κύπρος εντάχθηκε ως ενιαίο κράτος», ήταν τα λόγια του Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πριν από λίγες ημέρες. Συνεπώς, η Άγκυρα και ο κύριος Tatar θα πρέπει να γνωρίζουν ότι επανέναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου νοείται μόνο εντός των υφιστάμενων και δεσμευτικών ορίων, όπως τον περιέγραψα. Και προσυπογράφω απόλυτα τη δήλωσή σας, κύριε Πρόεδρε, ότι η λύση θα πρέπει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων των Κυπρίων, Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, και όχι τις στοχεύσεις της Τουρκίας.
Αμετακίνητη κοινή μας θέση παραμένει η κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων στις αμιγώς κυπριακές υποθέσεις. Και φυσικά προαπαιτούμενο της επανένωσης αποτελεί η πλήρης και ταχεία απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων. Οι θέσεις αυτές ορίζουν και τη στάση μας στις διαπραγματεύσεις που επιχειρεί να επανεκκινήσει ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών.
Στηρίζουμε ενεργά την πρωτοβουλία του. Θα είμαστε παρόντες, σε απόλυτο συντονισμό, στην άτυπη πενταμερή που αναμένουμε και ελπίζουμε να συγκαλέσει πολύ γρήγορα ο κύριος Guterres. Και όπως ξέρετε, η Ελλάδα είναι επίσης παρούσα στις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία για τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι επαφές, όπως έχω πει πολλές φορές, στις οποίες προσερχόμαστε με ειλικρινή διάθεση, με συγκρατημένη αισιοδοξία αλλά και με μηδενική αφέλεια. Πρόκειται άλλωστε για ένα ακόμη πεδίο όπου θα δοκιμαστεί η συνέπεια της Άγκυρας. Η σύμπτωση λόγων και πράξεων και τελικά η πρόθεση να επανέλθει στο δρόμο του Διεθνούς Δικαίου.
Θέλω να επαναλάβω και εδώ, στην Κύπρο, ότι η Ελλάδα απέδειξε έμπρακτα ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας και ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου μπορούν να οδηγήσουν στην επίλυση διαφορών που χρονίζουν. Το πετύχαμε υπογράφοντας συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Ιταλία. Το πετύχαμε υπογράφοντας συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Αίγυπτο, μετά από δεκαετίες διαπραγματεύσεων. Όποτε λοιπόν υπάρχει βούληση, διάθεση, καλό και θετικό κλίμα -το οποίο εύχομαι ειλικρινά να διατηρηθεί- υπάρχει η δυνατότητα προβλήματα αυτής της φύσης να αντιμετωπιστούν. Προϋπόθεση πάντα, ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου.
Όπως είπε ο κύριος Πρόεδρος, συζητήσαμε εκτενώς και τα ζητήματα τα οποία αφορούν συνολικά τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Γνωρίζετε ότι φεύγοντας από την Κύπρο θα βρεθώ στη συνέχεια σήμερα στο Ισραήλ, όπου θα συναντήσω τον Πρωθυπουργό, τον κύριο Netanyahu, επανεπιβεβαιώνοντας και το πλαίσιο των τριμερών σχημάτων συνεργασίας. Είναι σχήματα ειρήνης τα οποία δεν αποκλείουν επί της αρχής κανέναν.
Και βέβαια συζητήσαμε με τον κύριο Πρόεδρο τα ζητήματα τα οποία αφορούν την προετοιμασία για τα επόμενα Συμβούλια κορυφής. Όπως γνωρίζετε υπάρχει ένα έκτακτο εμβόλιμο Συμβούλιο στις 25 και 26 Φεβρουαρίου και βέβαια το τακτικό Συμβούλιο, το οποίο θα λάβει χώρα στα τέλη Μαρτίου. Στα οποία φυσικά θα συζητήσουμε και ζητήματα που αφορούν στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Όπου Ελλάδα και Κύπρος τα έχουμε καταφέρει, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, πολύ καλύτερα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Γνωρίζουμε ότι είναι μια συνεχής μάχη με το χρόνο, με ιούς οι οποίοι δυστυχώς μεταλλάσσονται. Και βέβαια έχουμε επιμείνει και οι δύο -και θέλω να το τονίσω αυτό- στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην ανάγκη η Ευρώπη να προμηθευτεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα γίνεται τις δόσεις των εμβολίων τις οποίες έχει συμφωνήσει με διεθνείς φαρμακευτικές εταιρείες. Και η Ελλάδα και η Κύπρος θα ήμασταν έτοιμες σήμερα να κάναμε πολλά περισσότερα εμβόλια. Έχουμε την επιχειρησιακή δυνατότητα να το πετύχουμε. Ο λόγος που δεν το κάνουμε είναι πολύ απλά διότι δεν έχουμε τα εμβόλια στη διάθεσή μας ακόμα. Αλλά είμαι βέβαιος ότι αυτό το ζήτημα θα λυθεί εντός των επόμενων μηνών, ώστε να επιταχύνουμε σημαντικά τη διαδικασία των εμβολιασμών, έτσι ώστε να μας βρει το καλοκαίρι σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Συζητήσαμε βέβαια -και θα κλείσω με αυτό- και το ζήτημα του πιστοποιητικού εμβολιασμού. Του πώς θα μπορέσουμε να διευκολύνουμε ευρωπαίους -αλλά όχι μόνο- ταξιδιώτες από άλλα μέρη του κόσμου που θα θελήσουν να επισκεφτούν την Ελλάδα και την Κύπρο. Έχοντας ως αποδεικτικό στοιχείο -και αυτό ζητάμε, αυτό ζητάω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή η διαδικασία να είναι μια τυποποιημένη και εύκολη διαδικασία- να έχουμε ως αποδεικτικό στοιχείο την απόδειξη του εμβολιασμού. Ώστε να διευκολύνουμε με αυτόν τον τρόπο την επαναφορά σε μία στοιχειώδη κανονικότητα ως προς τον τουρισμό το καλοκαίρι, από τον οποίο τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα είμαστε πολύ εξαρτημένοι.
Κλείνω, κύριε Πρόεδρε, με μία αναφορά στον τίτλο ενός σημαντικού βιβλίου του διπλωμάτη και συγγραφέα Νίκου Κρανιδιώτη, πατέρα του αλησμόνητου Γιάννου. «Η Κύπρος δεν είναι, το επαναλαμβάνω, δεν είναι μια ανοχύρωτη πολιτεία». Έχει δίπλα της όλο τον Ελληνισμό, έχει δίπλα της την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει δίπλα της τη Διεθνή Κοινότητα. Και με αυτές τις δυνάμεις και με αυτές τις συμμαχίες θα πορευθεί στο δρόμο για τα δικά της δίκαια, μέχρι να ξαναγίνει η Μεγαλόνησος, αγαπητέ μου Νίκο, νησίδα ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας για όλους τους πολίτες της.
Για ακόμα μία φορά σε ευχαριστώ για τη θερμή φιλοξενία.