Γράψε ό,τι θες, αρκεί να μην ενοχλεί, του Βαγγέλη Ντάλη

«Όλο και πιο συχνά, το Facebook περιορίζει την ελευθερία έκφρασης των πολιτών λογοκρίνοντας τις δημοσιεύσεις τους, επικαλούμενο υποτιθέμενες και αόριστες παραβιάσεις των κοινοτικών προτύπων. Η λογοκρισία του είναι εξίσου σοβαρή όταν γίνεται χωρίς νόμιμο λόγο, για να σιωπήσει τους ευρωβουλευτές στις σελίδες των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματός τους στην ελευθερία έκφρασης κατά την άσκηση της εντολής τους».

Με γραπτή τους ερώτηση που κατέθεσαν προς την Κομισιόν, την περασμένη Δευτέρα, τρεις Ιταλοί ευρωβουλευτές της Ομάδας Ταυτότητας και Δημοκρατίας (Francesca Donato, Marco Campomenosi, Stefania Zambelli), προβαίνουν σε μία αποκάλυψη – βόμβα, σχετικά με τα αίτια που αναγκάζουν το Facebook, να λογοκρίνει δημοσιεύσεις χρηστών ακόμη και ευρωβουλευτών. Υποστηρίζουν δε ότι «αυτό γίνεται για να αποτρέψει τη δημοσίευση επιστημονικά έγκυρων και αντικειμενικών πληροφοριών σχετικά με τις θεραπείες COVID-19, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με τα οικονομικά συμφέροντα των κύριων θεσμικών μετόχων του, οι οποίοι κατέχουν επίσης μετοχές στις φαρμακευτικές εταιρείες που παράγουν εμβόλια.
«Πρόκειται για μια κατάφωρη σύγκρουση συμφερόντων, με επιπτώσεις στην ελευθερία της έκφρασης και στην παροχή ολοκληρωμένων πληροφοριών, εις βάρος των απλών ανθρώπων», αναφέρουν οι Ιταλοί ευρωβουλευτές και καλούν την Κομισιόν, εν αναμονή της θέσπισης ενός ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου, που θα απαιτεί το Facebook και άλλες πλατφόρμες να υποστηρίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, να απαντήσει αν σκοπεύει να αναλάβει άμεση, κατάλληλη και αποτελεσματική δράση επί του θέματος.
Την είδηση μετέφερε από το Στρασβούργο ο πάντα ενημερωμένος Νίκος Ρούσσης, στο zougla.gr αλλά δεν είναι και η μοναδική περίπτωση. Τα οικονομικά συμφέροντα καθοδηγούν βεβαίως τις εξελίξεις στον πλανήτη αλλά και τα υπόλοιπα θέματα είναι αντικείμενα πολιτικής από τα κοινωνικά δίκτυα. Πιο εντυπωσιακό γεγονός αποκλεισμού υπήρξε βέβαια αυτό του Ντόναλντ Τραμπ από το Twitter. Αποδείχτηκε ότι το Μέσο είναι πιο ισχυρό από έναν …Πλανητάρχη, πρώην αλλά πιθανά και επόμενου.
Αυτή ήταν η πρώτη τόσο εμβληματική περίπτωση «αντίστροφης» λογοκρισίας. Να έρχεται δηλαδή το ίδιο το μέσο και να λογοκρίνει τον πολιτικό – και μάλιστα τόσο μεγάλου βεληνεκούς – κατηγορώντας τον για συνεχή και κατάφωρη παραβίαση των κανονισμών του. Μέχρι τότε είχαμε συνηθίσει το αντίθετο: τις κυβερνήσεις, περισσότερο ή λιγότερο αυταρχικές, να επιχειρούν να ελέγξουν ή να φιμώσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συνηθισμένη τακτική στην Κίνα, στην Αίγυπτο, στην Τουρκία και σε πολλές άλλες χώρες.
Ένα τελευταίο παράδειγμα τέτοιας εξόφθαλμης λογοκρισίας είδαμε πριν από λίγες μέρες και στη χειμαζόμενη από τον κορωνοϊό Ινδία, όπου το Twitter, κατόπιν απαίτησης της κυβέρνησης, κατέβασε 52 αναρτήσεις χρηστών που επέκριναν τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας. Σύμφωνα με ανταπόκριση της Εφημερίδας των Συντακτών, το επιχείρημα της ινδικής κυβέρνησης ήταν ότι το περιεχόμενό τους ήταν παραπλανητικό ή έσπερνε τον πανικό.
Έχει και συνέχεια, στα δικά μας. Μέχρι χτες το Facebook φαινόταν ένας χώρος απεριόριστης ελευθερίας, όπου ο καθένας μπορούσε να εκφράσει την άποψή του. Και πραγματικά, μια σειρά από ειδήσεις που η μονοφωνική χορωδία των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ αγνοεί ή διαστρεβλώνει έγιναν ταχύτατα γνωστές μέσα από τα social media. Μέχρι που το μακρύ χέρι των αόρατων λογοκριτών αποφάσισε πως κάποιοι «δεν δικαιούνται… διά να ομιλούν».
Συνέβησαν λοιπόν και στη χώρα μας. Στην αρχή ήταν ορισμένες επικριτικές για την κυβέρνηση ιστοσελίδες. Στη συνέχεια η πρωτοβουλία εναντίον της εισόδου αστυνομίας στα πανεπιστήμια. Κι όταν το κίνημα αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα άρχισε να γιγαντώνεται, το ψαλίδι έπεσε σε ενημερωτικές ιστοσελίδες, σε πανεπιστημιακούς και δικηγόρους, σε δημοσιογράφους και απλούς χρήστες που διακινούσαν υλικό από τις πορείες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κόβονταν γιατί «παραβίασαν τους όρους της κοινότητας». Ποιά είναι αυτή η «κοινότητα» και ποιός αποφασίζει ποιός θα λέει τί και σε ποιούς;
Μια σειρά δημοσιευμάτων έδειχναν πως οι λογοκριτές δεν ήταν άλλοι από τους υπαλλήλους της Teleperformance, της εταιρείας που, όπως είχε αποκαλύψει η «Εφ.Συν.» σε συνεργασία με το Investigate Europe και το Reporters United (30/4/2020), ανέλαβε εν κρυπτώ τη διαχείριση της γραμμής του ΕΟΔΥ για τον κορωνοϊό («Η μυστική συνεργασία ΕΟΔΥ – Teleperformance και τα 6 σκοτεινά σημεία της»). Η εταιρεία απάντησε ότι δεν εμπλέκεται στην επισκόπηση περιεχομένου ιδιωτών χρηστών και ότι «συνεργάζεται με το Facebook για να διασφαλίζει ότι γίνονται σεβαστές οι πολιτικές του που διέπουν τις διαφημίσεις».
Η ανατροπή στα δεδομένα αιώνων ως προς την πληροφορία και τη διακίνησή της μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε σε νέα βάση τον διαμοιρασμό, την ιδιοκτησία, τη νομοθεσία σε σχέση με τη διακίνηση της πληροφορίας. Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει πώς μέσα από αλγόριθμους περιορίζεται η αλληλεπίδραση μεταξύ των χρηστών, πώς κυριαρχούν τα ολιγοπώλια στον ψηφιακό κόσμο, αλλά και πώς οι εταιρείες συνεργάζονται με κυβερνήσεις που θέλουν να ασκήσουν πολιτικό έλεγχο στο διαδίκτυο.
Η «τεχνολογική δημοκρατία» την οποία θέτουν στο κέντρο της αφήγησής τους, από τους επιστήμονες μέχρι τους μάνατζερ των εταιρειών, η τεχνολογία που έγινε το «ιερό δισκοπότηρο του 20ού αιώνα», μάλλον διαψεύδει τους πιστούς της, αφού η χρήση του διαδικτύου και όλων των τεχνολογιών επικοινωνίας διαμορφώνεται από διαφορετικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Οι πλατφόρμες και το ποιός εντέλει «καθορίζει ποιός μπορεί να μιλήσει σε ποιόν και υπό ποιούς όρους» είναι ένα πεδίο μάχης για τη διακίνηση της πληροφορίας και τον πολιτικό ανταγωνισμό και στον ψηφιακό όπως και στον αναλογικό κόσμο.
Το 2016 για πρώτη φορά στην Ιστορία πέντε από τις έξι μεγαλύτερες εταιρείες του πλανήτη, με βάση τη χρηματιστηριακή αποτίμησή τους, έχουν ως βασικό πεδίο δραστηριότητας τις ψηφιακές υπηρεσίες και προϊόντα. Οι «GAFAM» (Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft) ξεπέρασαν ακόμα και εταιρείες – σύμβολα του βιομηχανικού και χρηματιστικού καπιταλισμού, όπως είναι οι πετρελαϊκές και οι τράπεζες, δημιουργώντας ένα καινούργιο μοντέλο και παράδειγμα, τον «ψηφιακό καπιταλισμό».
Η βασική διαφορά με το παρελθόν είναι πως πρόκειται για βιομηχανικά ολιγοπώλια που ελέγχουν τις ψηφιακές υποδομές της οικονομίας αλλά και τον δημόσιο χώρο. Είναι μια μίξη – με όρους της δεκαετίας του ‘60 -της New York Times και της General Electric, είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο στην Ιστορία. Αλλά η Ιστορία δεν έφτασε στο τέλος της!

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή