Επιτέλους, ήρθε η μεγάλη μέρα: η μέρα της αναχώρησης, ήρθαν τα μπάνια του λαού.
Αφήνω πίσω σκοτούρες και μπελάδες, ανοίγω την καρότσα του φορτηγού και βάζω επάνω όλα τα απαραίτητα για την εξοχή, τραπέζια, καρέκλες, κρεβάτια, καναπέδες. Όλα στοιβαγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω μαζί μου όλα τα απαραίτητα για τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Θα πάρω μαζί μου όλους αυτούς που μας κράτησαν συντροφιά από τον Μάρτη κι έπειτα στις σελίδες του «Παλμού». Όλοι αυτοί είναι οι λαϊκοί μου ήρωες, «οι πρωταγωνιστές», οι πολίτες του Δήμου Γαλατσίου οι άνθρωποι που μου δίνουν έμπνευση, αυτοί που αντέχουν τα ελαττώματά μου, το χιούμορ, την σάτιρα και γενικώς με κάνουν να περνάω καλά.
Πάνω στην καρότσα, με μια καφέ μαντήλα στα μαλλιά και ένα φόρεμα πουά, η κυρά Νέτα μου έδινε οδηγίες, καθήμενη στο διθέσιο καναπέ. Η κυρά Σταυρούλα, η μάνα του φίλου μου του Κώστα, στην άλλη μεριά του καναπέ, τό ‘παιζε ντίβα, φορούσε μαύρα γυαλιά ηλίου και με τους οβάλ καθρέφτες έμοιαζε σαν χρυσόμυγα.
Όρθια ξεμαλλιασμένη και με χορευτικές κινήσεις η Μανταλένα χόρευε ένα χορό δικής της έμπνευσης, θέλοντας να δείξει την χαρά της για το ανέμελο ταξίδι του καλοκαιριού.
Στο βάθος μέσα στην καρότσα είχα βάλει το σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι. Είχα πάρει τα μέτρα μου, δεν ξέρεις τί σου ξημερώνει μ’ όλους αυτούς στην καρότσα. Θα μπορούσα να πάρω κι άλλους μαζί μου, αλλά τί να σου κάνει κάποιος που δεν αντέχει τη σάτιρα, λέω μέσα μου, σιγά μην αντέξει την καρότσα και διακοπές σε αντίσκηνο.
Α, ξέχασα να σας πω, πως τον Μπακαλόγατο θα τον παίρναμε απ’ το Δημαρχείο. Είχε δημοτικό συμβούλιο σήμερα και θα κάναμε μια στάση για χάρη του Θανάση. Εξάλλου χρειαζόμασταν το κέφι του, το χαμόγελο του, τη λεβεντιά του, και το ποδήλατο για τα καθημερινά μας ψώνια, ο Θανάσης ήταν μανούλα σ’ αυτά.
Από τις δημοτικές εκλογές του 2010 και μετά, παρακολουθώ ανελλιπώς τα Δημοτικά Συμβούλια του Δήμου Γαλατσίου. Στην αρχή, έχανα την μπάλα απ’ τα μάτια μου, νόμιζα πως αυτοί οι λεβέντες ήταν η Εθνική Ισπανίας, άλλαζαν την μπάλα στα πόδια τους κι έχανα το μπούσουλα. Σε ελάχιστο χρόνο μπήκα στο κλίμα, αντιλήφθηκα τους κανονισμούς, τα ήθη, τα έθιμα, γνώρισα και μερικούς μόνιμους θαμώνες και από κει που έχανα τη μπάλα, μου ‘ρχόνταν μερικές φορές να δώσω μια κλωτσιά στη μπάλα να γίνει το δημοτικό συμβούλιο πυροτέχνημα.
Να δείτε εξέδρα στο τελευταίο δημοτικό συμβούλιο, να ξετρελαθείτε! Στην πρώτη σειρά τέρμα δεξιά, όπως πάντα εγώ, δεξιά στον τοίχο με πλάτη στα παράθυρα μονίμως ο Βασίλης ο Γιαννακόπουλος του «Παλμού». Δίπλα του ο Νίκος ο Δημητρακόπουλος, ο Καλαματιανός με το κορακί μαλλί και το παχύ μουστάκι. Αριστερά μου ο Ίκαρος με το θυμιατό στο χέρι, ψάλλοντας το τροπάριο της Κασσιανής. Στις υπόλοιπες θέσεις είχε γίνει απόβαση απ’ την καρότσα του φορτηγού και γινόταν ένα πανδαιμόνιο.
Με το που μπαίνουμε στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου, πιάνει η κυρά Νέτα σκωπτικά το τραγούδι. «Το καφενείο η Ελλάς» και η κυρά Μαρκέλα συμπλήρωνε «Περάστε Κόσμε… Περάστε Κόσμε», και συνέχιζε η κυρά Νέτα, με πονηρή ματιά όλο υπονοούμενο, «Ασώματος η κεφαλή», «Περάστε Κόσμε… Περάστε Κόσμε» συμπλήρωνε η κυρά Μαρκέλα. Σε λίγο το γλέντι στην εξέδρα είχε αρχίσει για τα καλά: όλοι μαζί, Δημητρακόπουλος, Γιαννακόπουλος, Ίκαρος και η υπόλοιπη καρότσα είχαμε γίνει ένα.
Πάνω στον πανζουρλισμό, καταφέρνω να ρωτήσω τον Ίκαρο, πρόεδρε, υπάρχουν άτομα εδώ μέσα που τους ξεχωρίζεις;. Και μου δείχνει τα πέντε του δάχτυλα της δεξιάς του παλάμης στραμμένα στο πρόσωπό του. Οι υπόλοιποι; τον ρωτώ, και τότε μου δείχνει τα υπόλοιπα πέντε στραμμένα στο πρόσωπό μου. Κατάλαβα, του λέω…
Η συζήτηση του Δημοτικού Συμβουλίου είχε να κάνει με τους ποδηλατόδρομους και τα παρτέρια που ξηλώνονται απ’ άκρη σ’ άκρη της πόλης. Αυτή είναι η εξιλέωση ενός Δημάρχου, λέει ο Βασίλης, «να γκρεμίσει ό,τι έχτισε ο προηγούμενος». Η συζήτηση είχε φουντώσει για τα καλά και σε μια στιγμή ακούγεται ο Τσίρος απ’ τα μικρόφωνα να απειλεί θεούς και δαίμονες: «Γι’ αυτό θα βάλω πάλι για Δήμαρχος, να πάρω 70% και σεις να μείνετε πάλι στην αντιπολίτευση!». Αυτό, μου κάνει ο Ίκαρος, είναι «όντως απειλή».
Η κυρά Νέτα με μιας πετάγεται όρθια και με τεταμένα τα χέρια ξεφωνίζει το Δήμαρχο, «Αρτέμη Μάτσα, δεν είπες πως είναι η τελευταία σου τετραετία;;». Η κυρά Μαρκέλα από την άλλη το χοντραίνει περισσότερο «καλύτερα να φάω ένα μαγκάλι κάρβουνα παρά να ψηφίσω πάλι Τσίρο».
Ο Γιαννακόπουλος, κοιτώντας τον ουρανό, ανέκραξε: «Μέγας είσαι Τσίρο μου και θαυμαστά τα έργα σου».
Είχα χάσει πλέον την μπάλα, ο σχιζοφρενής δολοφόνος πίσω μου πυροβολούσε ασταμάτητα «Πίου… Πίου… Πίου». Δίπλα μου, ατάραχος ο Ίκαρος να μειδιά κάτω από το λεπτό μουστακάκι σαν τα κουτσαβάκια της Τρούμπας, με τό ‘να χέρι στην αριστερή τσέπη (τό ‘παιζε βλέπεις αριστερός), το σακάκι φορεμένο στο δεξί και το ζωνάρι ριγμένο καταγής έτοιμος για φασαρία.
Μέσα σ’ όλη τούτη τη φασαρία, ο Γιαννακόπουλος μου φώναζε, λέγε ρε, πού θα πάτε εκδρομή να το γράψω στον «Παλμό». Αυτός ρωτούσε, ο άλλος κοπανούσε και οι μπαλωθιές σφυρίζανε ασταμάτητα στα αυτιά μου: «Πίου… Πίου… Πίου». Άντε τώρα μ’ αυτή τη φασαρία να εξηγήσω στο Βασίλη ότι ακόμα δεν έχουμε αποφασίσει κατά πού θα κάνουμε.
Απ’ την άλλη, εγώ συνέχιζα να βάζω κάρβουνο στο θυμιατό του Ίκαρου. Πρόεδρε, του λέω και του δείχνω την πλευρά της συμπολίτευσης, τι παίζει μ’ αυτούς εδώ;; Με δυο φράσεις κοφτές μου απαντά: «Η σιωπή των Αμνών». Ο Γιαννακόπουλος το βιολί του: Τάσο, πού θα πάτε ρε διακοπές;;; Η αντιπολίτευση του λέω Ίκαρε;;; Κορώνες άνευ ειρμού και λογικής, κενολογίες, στριγκλιές εμπλουτισμένες με καπνό, θυμό, καλτσόν, δωδεκάποντα και νικοτίνη, σε γενικές γραμμές «τόλμη και γοητεία». «Καμένα Βούρλα» δηλαδή συμπληρώνει εύστοχα η κυρά Νέτα. Το αρπάζει ο Γιαννακόπουλος και τον ακούω να λέει στο κινητό «Νατάσα, φεύγω για διακοπές με τον Τάσο για τα Καμένα Βούρλα». Από πίσω οι μπαλωθιές πέφτανε χαλάζι «Πίου…Πίου…Πίου». Άντε τώρα να εξηγήσω στο Βασίλη τί εννοούσε η κυρά Νέτα με τα «Καμένα Βούρλα», δε βαριέσαι λέω, δεν θα περάσουμε κι άσχημα στα Καμένα Βούρλα. Ο φουκαράς ο Βασίλης άλλο από τον Πύργο Ηλείας και το γυναικοχώρι στην Ιτέα δεν είχε πάει, του φαινόταν πως θα πήγαινε στο εξωτερικό. Στο καπάκι ο βαρύμαγκας ο Ίκαρος με το θυμιατό στα χέρια μου γνέφει κοφτά, μέσα και ‘γω. Μέσα και ‘γώ πετάγεται κι ο Δημητρακόπουλος. «Όταν πετούν οι Αετοί, γυναίκες στο κλουβί σας». Άντε, λέω, κι ο Βασίλης βρήκε ευκαιρία μες τον πανικό και το είπε στη Νατάσα, τους δύο καλαματιανούς να δω πώς θα γλυτώσω από τις φούστες.
Από απέναντι ο Θανάσης μού έκανε νόημα με τα χέρια αν έχω φορτώσει το ποδήλατο στο φορτηγό.
Δήμαρχε, πετάγεται ο Πυργιώτης με διφορούμενη χροιά, «είσαι για Καμένα Βούρλα»;;. Πάτε εσείς, Βασίλη, και έρχομαι, λέει ο Δήμαρχος. Πάλι υποσχέσεις Δήμαρχε;; «Βασίλη, στ’ ορκίζομαι θα ‘ρθώ»! «Όρκοι εραστών» συμπληρώνει η κυρά Νέτα, «μια που τό’πε και μια που το ξέχασε».
Καλό σας καλοκαίρι… Εμείς έχουμε ένα ευχάριστο ταξίδι μπροστά μας, θα τα πούμε πάλι από Σεπτέμβρη.