Περιμένοντας τη δραχμή (Oι βάρβαροι δεν θα έρθουν)

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Περιμένοντας τη δραχμή (Oι βάρβαροι δεν θα έρθουν)

Τί υπάρχει στο βάθος του ορίζοντα; Ή, όπως θα έλεγε και η Νικολούλη, υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ; Ούτε στα πιο αισιόδοξα οικονομικά σενάρια. Οι αμερικάνοι φωνάζουν στους Ευρωπαίους ότι χωρίς αναδιάρθρωση – βλέπε κούρεμα – του χρέους μας, αυτό δεν θα αποπληρωθεί ποτέ ! Οι εταίροι μας όμως ούτε που θέλουν να το ακούσουν. Το 2036 λέει, θα καταφέρουμε (;) να επανέλθουμε στα επίπεδα προ του 2010. Ανεξαρτήτως κυβέρνησης, μιας και οι οικονομικές μας πολιτικές χαράσσονται και επιβλέπονται από κέντρα έξω από την Ελλάδα. Και τότε τί περιμένουμε;

Το ποίημα «Περιμένοντας του βαρβάρους» γράφτηκε το Δεκέμβριο του 1898 και δημοσιεύτηκε το 1904. Με αυτό το ποίημα ο Καβάφης επιχειρεί την πρώτη του έξοδο από τα προσωπικά του θέματα προς το κοινωνικό επίπεδο. Πρόκειται για ένα ψευδοϊστορικό ποίημα, το οποίο αναφέρεται στη Ρώμη την εποχή της παρακμής της, γύρω στον 5ο αιώνα μ.Χ. Η άλλοτε μεγάλη και τρανή ρωμαϊκή αυτοκρατορία βρίσκεται τώρα στο έλεος των επιθέσεων των βαρβάρων. Ωστόσο, με αυτό το ποίημα ο Καβάφης ουσιαστικά θέλει να απευθυνθεί στους πολιτικούς της σύγχρονης εποχής, δηλαδή της εποχής του, και να τους αποδώσει ευθύνες για την πολιτική, κοινωνική και πνευματική παρακμή του σύγχρονου ελληνισμού.
Το ποίημα αρχίζει με μια σκηνή στην αγορά της πόλης. Όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται συγκεντρωμένοι εκεί και περιμένουν με μεγάλη ανυπομονησία και αδημονία τον ερχομό των βαρβάρων, οι οποίοι θα σώσουν την ετοιμοθάνατη πόλη τους. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική και ξεχωριστή μέρα, γι’ αυτό και υπάρχει μια γενικότερη αναστάτωση και αγωνία. Η Σύγκλητος είναι σε απραξία και δε νομοθετεί, ενώ ο αυτοκράτορας, με την επίσημη ενδυμασία του, προετοιμάζει μια τιμητική και μεγαλοπρεπή υποδοχή στους βαρβάρους. Επίσης, οι ανώτατοι άρχοντες, οι ύπατοι και οι πραίτορες, έχουν φορέσει τις κόκκινες τόγες και τα πολύτιμα και αστραφτερά τους κοσμήματα, για να εντυπωσιάσουν και να θαμπώσουν τους βαρβάρους. Τέλος, οι ρήτορες δε βγάζουν λόγους στην αγορά όπως έκαναν άλλες φορές, αφού θα έρθουν οι βάρβαροι και αυτοί βαριούνται τις δημόσιες αγορεύσεις. Το αίσθημα της αδράνειας και της απραξίας είναι διάχυτο στη σκηνή αυτή, ενώ όλα τα στοιχεία μάς οδηγούν στο να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια πόλη παρακμασμένη, διαβρωμένη και έτοιμη να καταρρεύσει. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι της περιμένουν με λαχτάρα τον ερχομό των βαρβάρων σαν τη μοναδική λύση για τη σωτηρία τους.
Ξαφνικά όμως αρχίζει η ανησυχία και η σύγχυση. Τα πρόσωπα των ανθρώπων γίνονται πιο σοβαρά, ενώ οι δρόμοι και οι πλατείες αδειάζουν. Οι άνθρωποι γυρνούν στα σπίτια τους συλλογισμένοι και ανήσυχοι, εξαιτίας της αργοπορίας των βαρβάρων. Έχει αρχίσει να νυχτώνει και οι βάρβαροι δεν έρχονται. Διαδίδεται μάλιστα και η είδηση ότι οι βάρβαροι δεν υπάρχουν πια. Η είδηση αυτή προκαλεί μεγάλη απελπισία στους ανθρώπους, οι οποίοι εναπόθεσαν όλες τις ελπίδες τους στους βαρβάρους. Η ετοιμοθάνατη πόλη περίμενε τους βαρβάρους σαν μια κάποια λύση, σαν τη μοναδική ίσως λύση που της απέμενε, προκειμένου να ξεφύγει από τον εκφυλισμό, την παρακμή και τη γενικότερη παραίτηση. Με τη ματαίωση όμως του ερχομού των βαρβάρων χάνεται και η τελευταία ελπίδα. Δεν απομένει τώρα πια τίποτε άλλο παρά μόνο ο θάνατος.
Κεντρική ιδέα του ποιήματος είναι η τραγικότητα του ξεπεσμένου ηθικά και ψυχικά ανθρώπου, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι η ύπαρξή του είναι ανώφελη, γι’ αυτό και είναι πρόθυμος να υποταχτεί και να παραδοθεί στον ισχυρό, θεωρώντας τον ως τη μόνη ελπίδα σωτηρίας του.
Κάτι σαν το «πάση θυσία στο ευρώ». Κάτι σαν το «μένουμε Ευρώπη». Όχι γιατί είναι καλό, μας συμφέρει, κερδίζουμε κλπ. Αλλά με το φόβο του «και πώς θα ζήσουμε χωρίς βαρβάρους; Ήταν κι αυτοί μια κάποια λύση». Ναι, δεν ήταν Η ΛΥΣΗ, ήταν όμως μια λύση, έστω ανάγκης!
Στην Ελλάδα αντίστοιχα τα δομικά προβλήματα των θεσμών,του κράτους και της παραγωγής σε συνδυασμό με την ηθική χρεοκοπία και την εμπέδωση μιας νοοτροπίας ωχαδερφισμού συνθέτουν το ζοφερό πίνακα της πραγματικότητας. Μετά τη φούσκα της ψευτοευημερίας, οι ηγέτες μπροστά στο τέλμα ανακηρύσσουν τους ξένους επικυρίαρχους σε λυτρωτές και αναμάρτητους κριτές, παραχωρώντας τους γη και ύδωρ. Αγνοούν ή παραβλέπουν το γεγoνός πως η διεθνής πολιτική διέπεται από ψυχρούς υπολογιστικούς κανόνες και πως σταθμά της συνιστούν η ιδιοτέλεια και ο καιροσκοπισμός. Πρόκειται, μάλιστα,για ένα καιροσκοπισμό που υπερβαίνει το εθνικό συμφέρον όπως περίτρανα καταδεικνύουν οι εγκληματικές πράξεις ή οι παραλείψεις εκείνων που προσπαθούν να περισώσουν προνόμια μέσα από τα συντρίμμια της χώρας.
Στον καβαφικό κόσμο οι βάρβαροι δεν υπάρχουν. Στον ελληνικό κόσμο υπάρχουν αλλά είναι αλυσιτελής, αν όχι επικίνδυνη και ύποπτη, η διάσωση που ευαγγελίζονται. Κοινός τόπος είναι η εξάλειψη της ισχνής ελπίδας για απεγκλωβισμό και ανόρθωση. Eναλλακτικά, οι βάρβαροι συμβολίζουν τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και θυσίες οι οποίες είτε δεν πραγματοποιούνται (ποίημα) είτε δεν έχουν ουσιαστικό κοινωνικό αντίκρισμα (Ελλάδα). Συμπληρωματικά, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι απότοκος σύνθεσης απόψεων και σχεδιασμού και επ’ουδενί απόρροια ξένης επιβολής και περιεχόμενο αμφιλεγόμενων διαταγών.
Αλλά «η ζωή προχωρά, δίχως να κοιτάζει τη δικιά μας μελαγχολία». Όταν θα έχει αποτύχει και το 4ο μνημόνιο – για όσους βλέπουν λίγο μακρύτερα από «το χειμώνα ετούτο, άμα τον πηδήσαμε» – η δραχμή θα έρθει αναπόφευκτα.
Το τραγελαφικό είναι ότι θα την θεωρήσουν «αναγκαία» οι σημερινοί πολέμιοί της ενώ θα την δεχτούν με πόνο και θλίψη οι σημερινοί υποστηρικτές της. Μόνο με δικό τους νόμισμα τα κατάφεραν να ξεμπλέξουν από τα δόντια του ΔΝΤ τόσο η Αργεντινή όσο και η Ιρλανδία. Εννοείται και με πολλές θυσίες.

Γιατί ενύχτωσε
κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Πήγαινε στην κορυφή