Το δίκιο…

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Το δίκιο…

Εκατοντάδες χιλιόμετρα κυνηγημένη από το φόβο, κουβαλούσε στην αγκάλη της τη μοναδική της ελπίδα, τα παιδιά της. Το ‘φερε η μοίρα να τραβήξει για άλλη γη, άλλο ουρανό για άλλη στέγη, η δική τους στέγη βλέπεις άνοιξε στα δύο και έστελνε πυρωμένο σίδερο, μίσος αλόγιστο και ανεξήγητο θυμό, ένας θυμωμένος ουρανός που δεν καταλάβαινε κανείς γιατί το κάνει σ’ αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους. Και να ‘σου τώρα που μέσα απ’ αυτό το πόνο, αντικρίζει για πρώτη της φορά, την απόλυτη μαγεία, την ελευθερία του πελάγους το γαλάζοπράσινο του Αιγαίου και τη σαγήνη της χιλιτραγουδισμένης θάλασσας.

Όλο κι όλο το βιός της ένα πλαστικό μπουκάλι νερό κι ένα κομπόδεμα με τις οικονομίες του Αντρός πού ‘μενε πίσω να πολεμήσει τον εχθρό.

Αμόλησε τα χέρια της κι άφησε κάτω τα δυο της μωρά που ανυπομονούσαν να παίξουν στην αμμουδιά… έτσι ακριβώς όπως κάνουν και τα δικά μας παιδιά. Αυτά τα πονεμένα μαύρα μάτια για δυό ολόκληρα λεπτά έμειναν καρφωμένα πάνω στη γυαλάδα και την ηρεμία της θάλασσας, δεν ήταν πλέον τα μάτια της μάνας, ήταν τα παιδικά παραμύθια του παππού και της γιαγιάς που ζωντάνεψαν μπροστά στα μάτια της, ήταν τα άδικο κι ο έρωτας που ήρθε να της πνίξει το λαιμό για το δικό της άνθρωπο που είχε μείνει πίσω, ήταν η στιγμή που ήθελε να αισθανθεί γυναίκα έτσι όπως ονειρεύονται όλες οι γυναίκες του κόσμου… Ναι έτσι όπως αισθάνονται ονειρεύονται και απολαμβάνουν τη μαγεία της θάλασσας με τον δικό τους άνθρωπό όλες οι γυναίκες του κόσμου.

Τα δυο βλαστάρια της κατέβηκαν από την αγκαλιά κι άρχισαν να τρέχουν πάνω κάτω στην αμμουδιά… πρώτη φορά βλέπανε θάλασσα και η μάνα και τα παιδιά. Το κεφάλι της με μιας ξεκόλλησε από το λογισμό και γύρισε τρομαγμένη πάλι στο μητρικό της καθήκον τόσο απότομα και τόσο γρήγορα όπως το κεφάλι της κόμπρας, έτοιμη να ορμήξει σ’ όποιο κακό βρεθεί στο δρόμο τους.
Το βράδυ θα ‘χει κύμα, της ψιθυρίζει ένας νεαρός συμπατριώτης στο αυτί, τα υπόλοιπα λόγια ήταν η προειδοποίηση του δουλέμπορου «ή θα μείνει εδώ για πάντα ή το βράδυ θα περάσει απέναντι».
Με μία θυμωμένη κίνηση και χωρίς
να κοιτάζει το νεαρό, του δίνει το μαντίλι που είχε ζωσμένο στη μέση με τις οικονομίες. Την επόμενη στιγμή παρασυρμένη απ τη παιδική της ψυχή βρέθηκε κι αυτή σαν παιδί με τα πόδια βουτηγμένα στο θαλασσινό νερό, ναι έτσι όπως κάνουν τα παιδιά οι νέοι και οι νέες της ηλικίας της, ήταν το πολύ είκοσιτεσσάρων εικοσιπέντε χρονών, έσκυψε και έφερε με την παλάμη της το θαλασσινό νερό στα στεγνά της χείλη… κι άφησε το βλέμμα να χαθεί πέρα απ τον ορίζοντα εκεί προς την κατεύθυνση που έπρεπε μέχρι το πρωί να φτάσει, κι έμεινε να κοιτάζει αρκετή ώρα χωρίς καμία έκφραση χωρίς καμία φανερή σκέψη, σίγουρα κανείς δεν ξέρει τι απογίνηκε αυτή η μικρομάνα, ποτέ δεν θα μάθουμε αν το νερό που δοκίμασαν τα στεγνωμένα χείλη της ήταν, αλμυρό… γλυκό ή πικρό.

ΤΟ ΔΙΚΙΟ

Κόντρα στον άνεμο
τρελή πορεία,
η ελπίδα όρτσα με το καιρό
μάτια θολά το κύμα η βία
δεν έχει τέλος κι αναπαμό
Παιδιά στενάζουν
μανούλες κλαίνε,
ξέψυχες σάρκες καταγής
το λες φροσύνη παραφροσύνη
το λες του γένους ξεριζωμό.
Πες μου ποιός φράκτης δεν θα λυγίσει
στο κύμα στο αίμα στο πανικό.
Βόμπες σφυρίζουν πνίγουν
στο αίμα
αμάχων πόνος κλάμα βουβό
πόσο σκληρό στέκει το βλέμμα
και δεν μεριάζει το θυμικό.
Πες μου ποια πίστη έχει το δίκιο
ποιος έσπειρε πρώτος το φονικό
και θέριεψε η φύτρα
πάνω απ’ τον τοίχο
κι ελπίδα πέταξε σαν τα πουλιά!
Το δίκιο είναι με τα παιδιά.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή