Πώς μπορεί να γίνει καλύτερη η σχέση μαθητή – δασκάλου

Είναι αλήθεια πως η παιδαγωγική (ή τα παιδαγωγικά) υπήρξε η περιφρονημένη πλευρά της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της. Ή τουλάχιστον δεν είχε τη θέση που της άξιζε και που θα έπρεπε να έχει από συστάσεως ελληνικού κράτους. Ακολουθούσε και η επιστήμη αυτή το συντηρητικό πνεύμα και το αυταρχικό πολιτικό πλαίσιο μέχρι πριν από σαράντα, περίπου, χρόνια οπότε άρχισε να φυσάει κάποιος άνεμος αλλαγής, χωρίς όμως και πάλι να γίνεται τίποτε το ουσιαστικό, χωρίς να εφαρμόζονται οι σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις που θα μπορούσαν να επιδράσουν θετικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων μας με ευεργετικές συνέπειες και στην κοινωνία ολόκληρη.

Ο φόβος που φωλιάζει ακόμα και σήμερα στις ψυχές των μαθητών, το χρόνο που βρίσκονται στο σχολείο και έρχονται σε επικοινωνία με το δάσκαλο ή τον καθηγητή, αποτελούσε και αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό στις σχέσεις μαθητών – δασκάλων και η βάση για τη γνώση.
Ο φόβος όμως των μαθητών για τους δασκάλους τους αποτελεί αναμφισβήτητα αρνητικό παράγοντα μάθησης και δημιουργεί απωθητικά αισθήματα στους μαθητές απέναντι στο σχολείο και τους εκπαιδευτικούς. Καμία μάθηση δεν στηρίζεται στο φόβο. Αλλά στην αγάπη του μαθητή για τη γνώση και την πρόοδο. Και σ’αυτό μπορεί να επιδράσει θετικά ο εκπαιδευτικός με τις παιδαγωγικές γνώσεις του και τη θέλησή του και την αποφασιστικότητά του να τις εφαρμόσει. Γι’ αυτό το Υπουργείο Παιδείας, σε συνεργασία με τους φορείς που εμπλέκονται στην εκπαίδευση των νέων οφείλει να επιμορφώνει, συνεχώς, τους δασκάλους ώστε να έχουν σημαντικές παιδαγωγικές γνώσεις για να προσφέρουν ουσιαστικά στους μαθητές.
Για να μπορέσουμε να γίνουμε παιδαγωγοί και σύμβουλοι των εφήβων θα πρέπει πρώτα να φροντίσουμε να εγκαταστήσουμε μια γνήσια σχέση μαζί τους. Πολλές φορές η σχέση καθηγητή – μαθητή είναι μια ανεκμετάλλευση σχέση. Ο μεγάλος αριθμός μαθητών μέσα στην τάξη, οι λίγες ώρες παραμονής των εκπαιδευτικών μέσα στο σχολείο, ο φόρτος εργασίας (καθηγητών και μαθητών) και άλλα μπορεί να συμβάλλουν σε αυτό.
Για να έχουμε καλύτερη επικοινωνία τόσο με την ομάδα της τάξης, όσο και με τον κάθε μαθητή ξεχωριστά, πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική η σχέση μαζί τους. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η σχέση μας είναι προσωπική. Κάθε μαθητής είναι ένας ξεχωριστός και μοναδικός κόσμος και έχει ανάγκη μια εξατομικευμένη προσέγγιση. Οι γενικεύσεις και οι αφορισμοί πρέπει να αποφεύγονται.
Επιδεικνύουμε συμπάθεια και κατανόηση προς όλους (κάθε επίδοσης, κάθε διαγωγής, κάθε φυλής, φύλου, κοινωνικής κατάστασης κ.α.) Είναι φυσικό κάποιους μαθητές να τους συμπαθούμε περισσότερο. Θα πρέπει, όμως, αυτό να το δείχνουμε όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μην αποθαρρύνουμε και τους υπόλοιπους. Ακόμα περισσότερο πρέπει να συγκρατούμε τα ακραία αισθήματα θυμού και απόρριψης σε κάποιους ζωηρούςή χαμηλών επιδόσεων μαθητές.
Τα παράπονά μας για τις επιδόσεις ή την συμπεριφορά ενός τμήματος δεν τα εκφράζουμε υποτιμώντας και αποδοκιμάζοντας ένα τμήμα. Υπάρχει κίνδυνος να υιοθετήσουν οι μαθητές ακριβώς αυτή τη συμπεριφορά. Άλλωστε ο ρόλος του δασκάλου είναι ακριβώς να διορθώσει όλα αυτά και όχι να τα παγιώσει, όσο βέβαια, είναι δυνατόν.
Τμήματα με μέτριους μαθητές τα επαινούμε συχνότερα (όταν διακρίνονται σε κάποιες εκδηλώσεις) ώστε να ρίχνουμε τους μαθητές τους στο φιλότιμο. Είναι κρίμα να χάνεται η ευκαιρία να πλησιάσουμε κάποιους μαθητές επειδή έχουμε υιοθετήσει άθελά μας κάποια στερεοτυπική αντίληψη για ένα τμήμα ή για κάποιους μαθητές. Στις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών ενός τμήματος να αναλαμβάνουμε και τις προσωπικές μας ευθύνες. Άλλωστε οι γραπτές και οι προφορικές εξετάσεις δεν γίνονται μόνο για να αξιολογηθούν οι μαθητές. Αξιολογούμε και επαναπροσδιορίζουμε και εμείς, οι εκπαιδευτικοί, τον τρόπο παρουσίασης του μαθήματός μας αλλά και τον τρόπο που εξετάζουμε τους μαθητές.
Το βλέμμα του εκπαιδευτικού είναι στάση ζωής. Η μη λεκτική επικοινωνία του κάθε εκπαιδευτικού είναι πολύ σημαντική. Η σπλαχνική ματιά κάνει θαύματα στην ψυχή του μαθητή:
«Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
Με την ψυχή στο βλέμμα
Περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
Της ύπαρξής μας στέμμα,
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν»
(Από ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη «Μόνο γιατί σ’αγάπησα γεννήθηκα»)
Ο Αλέξανδρος Δελμούζος στο βιβλίο του «Το Κρυφό Σχολειό» (1908-1911) σελ. 85, αναφερόμενος στις σχέσεις δασκάλων και παιδιών και σε όλη γενικά την ατμόσφαιρα της σχολικής εργασίας και ζωής τονίζει: «Τις σχέσεις δασκάλων – μαθητών πρέπει να τις χαρακτηρίζει η καλοσύνη, η αγάπη και η αμοιβαία εκτίμηση και εμπιστοσύνη. Να μη βρίσκει έδαφος να ριζώσει ο φόβος με τις συνέπειές του: την ψευτιά και την υποκρισία. Η παιδική ψυχή να αναπνέει ελεύθερα και να ζει τη δική της ζωή. Στην οργάνωσή της ο δάσκαλος, φίλος αλλά και ρυθμιστής, ρυθμιστής όμως οδηγός που να αποζητά το ίδιο το παιδί από πραγματική ανάγκη. Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον ωριμάζει αβίαστα το αίσθημα της ευθύνης και η αντίληψη του χρέους. Η κάθε τάξη νά’χει το δάσκαλο οδηγό της που θα ζει πιο πολύ με τα παιδιά, θα προσπαθεί να συλλάβει την κάθε ατομικότητα, την ιδιοτυπία της και να βοηθά την εξέλιξή της συνεργαζόμενους με το προσωπικό του σχολείου και το σπίτι των παιδιών.
Το κοίταγμα με την ψυχή στο βλέμμα είναι το βλέμμα του παιδαγωγού που δεν είναι αδιάφορο, ψυχρό, άψυχο αλλά προέρχεται μέσα από τα βάθη της ψυχή μας. Ενθαρρύνει τους μαθητές γύρω του, δίνει ευκαιρίες, διώχνει το φόβο από τις καρδιές τους, φέρνει τη χαρά και την αισιοδοξία.
Το βλέμμα του καθηγητή δεν πρέπει να μένει στην επιφάνεια. Πάντα οφείλει όχι μόνο να ακούει αλλά και να βλέπει, να παρατηρεί τους μαθητές του. Τα πιο σοβαρά προβλήματά τους τα μαρτυρούν η στάση του σώματός του και τα μάτια τους. Χρειάζεται πολλή σύνεση, διάκριση και προσοχή. Συχνά όταν ο μαθητές πλησιάζει έναν εκπαιδευτικό για άλλα παραπονιέται και στην ουσία άλλα τον απασχολούν (που είναι πολύ πιο σοβαρά).
Για να ανταποκριθεί ο εκπαιδευτικός στο δύσκολο έργο του, χρειάζεται η συμπεριφορά του να είναι μετρημένη και ελεγχόμενη, χωρίς αλαζονεία, αυτάρκεια ή αυταρέσκεια, που είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί του παιδαγωγού που θέλει να προσεγγίσει και να βοηθήσει τους μαθητές του. Καλό είναι να ζητάει και τη γνώμη των άλλων συναδέλφων του πριν να διαμορφώσει κάποια άποψη για κάποιο μαθητή.
Επίσης, θα πρέπει να απευθύνεται και σε ειδικούς (ψυχολόγους, ειδικούς παιδαγωγούς κ.α.) όταν αδυνατεί να εξηγήσει κάποια συμπεριφορά ή επίδοση μαθητή του.
Η ειλικρινής σχέση του εκπαιδευτικού με το μαθητή και το πραγματικό ενδιαφέρον του γι’αυτόν θα καταστήσει δυνατό ένα διάλογο που θα μπορέσει να στραφεί γύρω από ορόσημα που καθορίζουν την ύπαρξή του (σχέδιο ζωής).

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πήγαινε στην κορυφή