Ο Κώστας Λογαράς γεννήθηκε στην Πάτρα to 1950. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο.
Το μυθιστόρημα «Ερημιά στο βλέμμα τους» μπήκε στη βραχεία λίστα Κρατικών βραβείων (2009). Το μυθιστόρημα «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο» τιμήθηκε με το βραβείο The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα, βραχεία λίστα περιοδικού Κλεψύδρα και στα 10 επικρατέστερα (Βραβείο Αναγνωστών, Public 2018). Το λιμπρέτο του «Σπίτια της Μνήμης, σπίτια της Σιωπής» παρουσιάστηκε το 1988 σε μουσική- σκηνοθεσία Θάνου Μικρούτσικου. Το θεατρικό έργο του «Η τελευταία μάσκα – fallimento» ανεβάστηκε από τον Θόδωρο Τερζόπουλο και τη θεατρική ομάδα ΑΤΤΙΣ (Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης – Πάτρα 2006, συμμετοχή στο Φεστιβάλ New Plays From Europe 2006, Βισμπάντεν Γερμανίας, Ιούνιος 2006).
Αρθρογράφος στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στο ηλεκτρονικό ΒΗΜΑ, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διαβάζω», στο Protagon.gr, στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» κ.α. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και έργα του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ
«ΠΑΛΜΟΣ»: Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στην Πάτρα; Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε;
ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ: Ήταν χρόνια δύσκολα. Όχι μόνο για μένα, για όλα τα παιδιά. Παιδική και εφηβική ηλικία με τεράστιες δυσκολίες σε μια μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η ανέχεια ήταν «κοινός τόπος» για όλους και γι’ αυτό ίσως η ένδεια γινόταν πιο υποφερτή. Πολύ περισσότερο σε λαϊκές τάξεις απ’ όπου αντλώ την καταγωγή μου. Η ζωή όμως τότε είχε και ανεμελιά, και χαρές. Δυνατές φιλίες και στόχους για μια καλύτερα ζωή.
«Π»: Τι σας ώθησε στην συγγραφή;
Κ.Λ.: Κίνητρο ήταν η επιθυμία μου να πω τα πράγματα, τις σκέψεις μου, την οπτική που έβλεπα τον κόσμο μου και που ήταν διαφορετικός. Όλοι βλέπουμε τον κόσμο με τα δικά μας μάτια και όλοι θέλουμε να μεταφέρουμε αυτήν την προσωπική εικόνα. Τελικά ήταν η επιθυμία να επικοινωνήσω με τους άλλους.
«Π»: Τι είναι η ποίηση για εσάς;
Κ.Λ.: Είναι η έκφραση ενός άρρητου κόσμου. Η αναζήτηση ενός ξεχασμένου μύθου, μιας θεϊκής στόφας που κουβαλάμε εντός μας. Κι εκεί που πάμε να την πούμε, εκεί μας ξεφεύγει. Και την ψάχνουμε ματαίως.
«Π»: Σε ποια ηλικία γράψατε ποίηση;
Κ.Λ.: Ξεκίνησα να γράφω στα 15-16. Γιατί τότε άρχισα να ψάχνομαι, να αναρωτιέμαι για τον κόσμο, για μένα, για τις ψυχικές περισσότερο καταστάσεις…
«Π»: Γιατί γράφετε;
Κ.Λ.: Η γραφή είναι απελευθέρωση. Και μια προσπάθεια εξιλέωσης. Μια εξομολόγηση αλλά και ένα «φαντασιακό πρόταγμα»: πώς θέλεις τον κόσμο καλύτερον, σε ποιον κόσμο θέλεις να ζήσεις.
«Π»: Έτος 2009 «Ερημιά στο βλέμμα τους », βραχεία λίστα Κρατικών βραβείων. Τι πραγματεύεται το μυθιστόρημά σας;
Κ.Λ.: Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, στις αρχές του 1960. Αλβανοί στην Ελλάδα, στη δεκαετία του ’90. Αντίστοιχη πορεία των ανθρώπων. Και γύρω απ’ αυτούς, άλλα πρόσωπα της μυθοπλασίας που ενώ παραμένουν στο γενέθλιο τόπο, όμως είναι μετανάστες μέσα τους…
«Π»: Έτος 1988 λιμπρέτο «Σπίτια της Μνήμης σπίτια της Σιωπής» παρουσιάστηκε σε μουσική σκηνοθεσία Θάνου Μικρούτσικου. Μιλήστε μας γι’ αυτήν την συνεργασία σας.
Κ.Λ.: Εξαιρετική συνεργασία. Συμπέσαμε με τον Θάνο στον τρόπο που βλέπουμε την γενέθλια πόλη. Σαν μια σχέση έλξης και απώθησης. Όπως ακριβώς είναι κάθε σχέση δυνατή, ερωτική με τον τόπο. Συγχρόνως, ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν αυτός που με σύστησε ένθερμα στο πανελλήνιο κοινό, κυρίως στο κέντρο (Αθήνα) όπου διαδραματίζονται τα πολιτιστικά δρώμενα. Με πήρε από το χέρι και κυριολεκτικά με έβγαλε μπροστά. «Πάλεψε από δω και πέρα μόνος σου» σαν να μου έλεγε. Του χρωστάω πολλά. Ο Μικρούτσικος ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να σε κάνει να πιστέψεις στο «όνειρο». Όχι γιατί σε παραμύθιαζε αλλά γιατί τον έβλεπες να υλοποιεί το όραμά του μπροστά στα μάτια σου. Και τον ακολουθούσες.
«Π»: Το θεατρικό σας έργο « Η τελευταία μάσκα – Fallimento» ανεβάστηκε από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο και τη θεατρική ομάδα ΑΤΤΙΣ. Παρουσιάστηκε το 2006 σε διάφορα Φεστιβάλ. Τι απήχηση είχε;
Κ.Λ.: Ήταν μια συνεργασία με έναν διεθνούς φήμης Έλληνα σκηνοθέτη. Η συνύπαρξή μας ήταν συναρπαστική. Προσωπικά, είχα πλήρη επίγνωση με ποιον άνθρωπο συνεργάζομαι. Και, πιστέψτε με, η αίσθηση της ευθύνης από τη μεριά μου ήταν τεράστια. Πρεμιέρα το έργο έκανε στην Πάτρα. Μετά παίχτηκε για ένα χρόνο στην Αθήνα, στο θέατρο Άττις του Τερζόπουλου. Στο έργο δώσαμε τον τίτλο «Η Τελευταία Μάσκα- fallimento». Μιλούσε για την πνευματική και ηθική έκπτωση το 2006. Προφητικά. Τέσσερα χρόνια πριν την πτώχευση που ξέσπασε το 2010. Το έργο επιλέχτηκε (αυτό κι ένα ακόμα από την Ελλάδα) να συμμετάσχει στο New Plays from Europe 2006, στο Βισμπάντεν της Γερμανίας. Γράφτηκαν εκθειαστικές κριτικές στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Στον Θεόδωρο Τερζόπουλο απονεμήθηκε το μεγάλο βραβείο των Κριτικών των Θεάτρου για τη σκηνοθεσία του, το έργο μπήκε στη βραχεία λίστα για τα θεατρικά βραβεία κοινού (2007 «Αθηνόραμα»).
«Π»: Αρθρογραφείτε σε μεγάλες εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ, ΤΟ ΒΗΜΑ και άλλες. Συνήθως ποια η θεματολογία;
Κ.Λ.: Θέματα κοινωνικού προβληματισμού, πολιτικά, εκπαιδευτικά, Τέχνης. Πρόκειται για επιφυλλίδες παρά για αρθρογραφία.
«Π»: Τα έργα σας έχουν μεταφραστεί στ’ Αγγλικά Γαλλικά και Γερμανικά. Αυτό σημαίνει ότι κυκλοφόρησαν σε αυτές τις χώρες; Είστε ικανοποιημένος γι’ αυτό;
Κ.Λ.: Οι μεταφράσεις σε μια ξένη γλώσσα είναι πονεμένη ιστορία. Δεν είναι εύκολο αυτό να γίνει χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, υποστήριξη και προγραμματισμό από την επίσημη πολιτεία. Και δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Η μετάφραση του έργου (μέρους ή όλου) ενός συγγραφέα προσθέτει στο βιογραφικό του αυτός είναι ο κανόνας. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις συγγραφέων που πούλησαν, διαβάστηκαν και είναι γνωστοί. Μετριούνται στα δάχτυλα και επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
«Π»: Πώς είναι τα πράγματα στον εκδοτικό χώρο; Έχουν ευκαιρίες οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς;
Κ.Λ.: Υπάρχει μια γενικότερη σύγχυση επ’ αυτού. Γράφει όποιος θέλει, ό,τι θέλει. Αυτό από μια μεριά είναι ωραίο και απελευθερωτικό. Αλλά δεν σημαίνει ότι είναι και σημαντική «λογοτεχνία» ή σπουδαία «ποίηση». Η πληθωριστική μάλιστα «συγγραφή» στα Social Media έχει επιδεινώσει την κατάσταση. Όποιος αναρτά ένα κείμενο, υπογράφει «συγγραφέας». Δεν είναι έτσι. Βέβαια, αυτοί που αξίζουν θα διακριθούν. Αλλά χρειάζεται δουλειά, δουλειά, δουλειά πάνω στη γλώσσα.
Όσον αφορά το «χώρο» που διεκδικούν οι πρωτοεμφανιζόμενοι: Οι νέοι συγγραφείς αγοράζουν οι ίδιοι τα βιβλία που εκδίδουν και είτε τα πωλούν μόνοι τους (!) είτε τα χαρίζουν. Πολλοί εκδότες στηρίχτηκαν οικονομικά, στη διάρκεια της κρίσης, από τις εκδόσεις φιλόδοξων ανθρώπων που ήθελαν να τα δουν τυπωμένα τα κείμενά τους σε βιβλίο. Τυπωμένα και φυσικά πληρωμένα απ’ τους ίδιους… Ακόμα κι έτσι όμως, οι αξιόλογες φωνές νέων παιδιών ακούγονται, ξεχωρίζουν και πια διεκδικούν μερίδιο στο χώρο της λογοτεχνίας (ποίηση και πεζογραφία).
«Π»: Πώς βιώσατε την καραντίνα λόγω της πανδημίας και πώς βλέπετε τη μετά εποχή σε όλα τα επίπεδα;
Κ.Λ.: Η πρώτη καραντίνα ήταν ευεργετική ως προς τη μαθητεία , τη συνειδητοποίηση των πραγμάτων, την αναθεώρηση απόψεων και της οπτικής τής ζωής μας. Δεν μιλώ για τον ανθρώπινο πόνο, την οδύνη, τους θανάτους… Η δεύτερη ήταν δυσβάσταχτη. Πιστεύω ότι αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει έναν ιδρυματισμό με τεράστια προβλήματα ψυχολογικά. Κυρίως στις κοινωνικές μας σχέσεις και στην προσωπική ζωή.
«Π»: Ποιοι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι;
Κ.Λ.: Ο Ιούλιος Βερν με ταξίδεψε), ο Ζενέ (μου έδειξε τα σκοτάδια τής ανθρώπινης ψυχής), ο Λιόσα, η Γιουρσενάρ, ο Σελίν και ο Φώκνερ, ο Κάφκα, ο Ντοστογιέφσκι. Ο Παπαδιαμάντης (με ξενάγησε στην ελληνική ψυχή), ο Βαλτινός, ο Ιωάννου (μού δίδαξαν τη χειρουργική επεξεργασία της γλώσσας χωρίς να την στεγνώνουν), ο Ελύτης με έβγαλε στο φως. Και ο Καβάφης. Ο Θουκυδίδης και ο Πλάτωνας.
«Π»: Ποια η σχέση σας με τα social media, βοηθούν τους λογοτέχνες στο έργο τους;
Κ.Λ.: Είναι απολύτως απαραίτητα επικοινωνιακά μέσα. Αλλά και χρονοβόρα. Χρειάζεται έλεγχος. Σωσμένοι απ’ αυτά και κερδισμένοι θα βγουν όσοι έχουν ως πλοηγό την κριτική τους σκέψη. Και τα αξιοποιούν – αλλά τα αξιοποιούν – κατά το δοκούν.
«Π»: Αποτυπώνει ο συγγραφέας την εποχή που ζει; Πώς αποτυπώσατε εσείς την εποχή σας στο έργο σας «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο» που τιμήθηκε με το βραβείο «Athens Prize for Literature»;
Κ.Λ.: Ναι, την εποχή του καταγράφει ο συγγραφέας. Αυτήν γνωρίζει, απ’ αυτήν εμπνέεται. Αυτήν διασώζει. Στα «πουλιά με το μαύρο κολάρο» αφηγούμαι την ιστορία του 23χρονου Μαρίνου Τριάντη που κατακρεουργεί τον 16χρονο «φίλο» του, τρόφιμο ενός Οικοτροφείου. Η ανορθόδοξη σχέση τους, που καταλήγει στο έγκλημα, συντελείται στην Πάτρα αρχές της δεκαετίας του ’80, περίοδο πολιτικών αλλαγών και κοινωνικών ανακατατάξεων. Ο Τριάντης ύστερα από μια πολύκροτη δίκη καταδικάζεται σε ισόβια.
Όταν 30 χρόνια αργότερα, το 2011, αποφυλακίζεται εν μέσω οικονομικής κρίσης της χώρας, θα προσπαθήσει να ενταχθεί σε μια κοινωνία που κανέναν δε γνωρίζει πια και κανείς δεν τον θυμάται. Η Πάτρα είναι τώρα μια άλλη πολιτεία, διαφορετική. Αποκλεισμένος ξανά, ρημαγμένος μέσα του ο ίδιος, δεν θα μπορέσει να σταθεί όρθιος σ’ έναν κόσμο που καταρρέει γύρω του.
Κι ενώ η προσωπική ιστορία του Τριάντη διαδραματίζεται σε χώρους κλειστούς, παρακολουθώ παράλληλα την πτωτική πορεία της χώρας τα τελευταία 30 χρόνια, τον εκφυλισμό των θεσμών, τον εξανδραποδισμό της, τον εκμαυλισμό των πολιτών – όχι χωρίς τη δική τους ευθύνη.
Αν ο Μαρίνος Τριάντης είναι φορέας ενός ανεξέλεγκτου Κακού που αφαιρεί αυθαίρετα την ανθρώπινη ζωή, όργανο ενός θυμικού που οδηγεί στον όλεθρο, στο ίδιο διάστημα η αυθαιρεσία του πολιτικού κόσμου και άφρονες πολιτικές τακτικές συντελούν στην διάβρωση της πολιτείας και στη διάχυση του Κακού πάνω στο σώμα της.
Εξαίρεση στο σκηνικό ο ζωγράφος Λεό. Σαγηνεμένος από το πάθος που διακρίνει στο σκοτεινό κόσμο του Μαρίνου (αλλά και από απόσταση που του επιτρέπει η τέχνη του) φιλοτεχνεί το πορτρέτο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
«Π»: Ως αρθρογράφος σχολιάζετε τα, κατ’ εσάς, κακώς κείμενα;
Κ.Λ.: Και τα κακώς κείμενα σχολιάζω αλλά και τα θετικά επικροτώ. Από οπουδήποτε κι αν προέρχονται.
«Π»: Ποιες ώρες γράφετε; Θέλετε κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες;
Κ.Λ.: Γράφω τα πρωινά. Με καθαρό το μυαλό. Και γράφω με πολύ αργούς ρυθμούς και με εμμονή στην επεξεργασία της γλώσσας. Γι’ αυτό και εκδίδω κάθε σε 5-6 χρόνια κάθε μου μυθιστόρημα. Στη διάρκεια της συγγραφής υπάρχει απόλυτη ησυχία. Όταν δεν διασπώμαι, ακούγεται χαμηλόφωνα κλασική μουσική.
«Π»: Ποιά η βασική αιτία που ξεκινήσατε να γράφετε;
Κ.Λ.: Η βασική αιτία είναι μία. Και είναι αυτή που αποτελεί την ειλικρινή μου πρόθεση: «Αυτό που σκέφτομαι, έτσι όπως το σκέφτομαι ξεκινάει από μένα και γι’ αυτό είναι σωστό. Μπορεί να διαφέρει – και τις πιο πολλές φορές διαφέρει- από τη δική σου οπτική, αλλά θέλω να σου πω ποια είναι η δική μου. Ώστε να συνεννοηθούμε, αν μπορούμε»
«Π»: Τι ετοιμάζετε;
Κ.Λ.: Ολοκλήρωσα το καινούριο μου μυθιστόρημα. Αξιοποίησα τον χρόνο για να προχωρήσω το μυθιστόρημά μου. Ο ήρωάς μου είναι μια χαρακτηριστική μορφή της μεταπολιτευτικής περιόδου που αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα, κοινωνική και πολιτιστική, ενώ εμπλέκεται στην πολιτική ζωή εκφράζοντας, θεωρητικά τουλάχιστον, προοδευτικές πεποιθήσεις και υποστηρίζοντας ανθρωπιστικά ιδεώδη. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Η αφήγηση ανιχνεύει την ακόρεστη δίψα του ήρωα για εξουσία και δόξα, τα σκοτεινά κίνητρα και τις προθέσεις του, την ικανότητά του να χρησιμοποιεί ανθρώπους και καταστάσεις προς το συμφέρον του.