Σύγχρονα ερωτήματα, παλιές απαντήσεις – γράφει ο Θανάσης Καμπισιούλης

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Σύγχρονα ερωτήματα, παλιές απαντήσεις – γράφει ο Θανάσης Καμπισιούλης

Τους προηγούμενους μήνες έγινε μεγάλη συζήτηση για το πότε η κυβέρνηση θα καταθέσει το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Ήταν σημαντικό θέμα το «πότε θα καταταθεί», τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο ή μετά το καλοκαίρι ώστε να ψηφιστεί αφού έχουν διεξαχθεί οι Ευρωεκλογές. Έτσι, ακόμη κι αν το νομοσχέδιο παρέμενε ίδιο, ο χρόνος που θα κατατεθεί ήταν μια μεγάλη και σημαντική παράμετρος.

Κάποιους μήνες πριν, ο πρωθυπουργός έκανε διορθωτικές κινήσεις στο κυβερνητικό σχήμα αλλάζοντας κάποιους Υπουργούς. Αν και οι κυβερνητικές δεσμεύσεις είναι συγκεκριμένες, η αλλαγή προσώπων έχει κάτι να προσφέρει, να αλλάξει και να διαμορφώσει. Εκτός, δηλαδή, από το χρόνο που είναι να γίνει κάτι, πολύ σημαντικό είναι και τα άτομα που θα επιλέξεις για να υλοποιήσουν το συγκεκριμένο έργο.
Παρόμοια διλλήματα αντιμετωπίζουμε όλοι στην καθημερινότητά μας. Είναι πολύ σημαντικό πότε και με ποιόν θα αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι. Ακόμη κι αν αυτό αφορά μια σημαντική απόφαση ή μια απλή καθημερινή επιλογή. Ακόμη κι αν η απόφασή μας θα καθορίσει το πώς θα περάσουμε ένα απόγευμα, μια ημέρα ή ακόμη και την υπόλοιπη ζωή μας. Όλη η ζωή μας είναι εμποτισμένη με παρόμοια ερωτήματα, περίπλοκα αν και αναπόφευκτα διλλήματα. Πάντα νιώθουμε πως μια στιγμή, κάποιος άνθρωπος και μια επιλογή θα μας οδηγήσει στον προορισμό που έχουμε ορίσει για τη ζωή μας.
Όλα αυτά τα ερωτήματα δεν απασχολούν τους ανθρώπους τα τελευταία χρόνια. Οι άνθρωποι ψάχνουν απαντήσεις για εκατοντάδες χρόνια. Αλλάζει ο κόσμος και οι ανάγκες μας, αλλά κάποια θεμελιώδη ερωτήματα για την ζωή όχι μόνο μένουν ίδια αλλά τις περισσότερες φορές και ο τρόπος αντιμετώπισης τους παραμένει ίδιος, απαράλλαχτος. Αυτά τα ερωτήματα απασχολούσαν τον βασιλιά που μας περιγράφει ο Τολστόι, περίπου 200 χρόνια πριν.

Όπως γράφει στο διήγημά του, ο βασιλιάς σκέφτηκε ότι αν ήξερε πάντοτε την κατάλληλη στιγμή για ν’ αρχίζει κάτι, αν ήξερε ποιοι είναι οι κατάλληλοι άνθρωποι για ν’ ακούει και ποιοι είναι εκείνοι που θα έπρεπε ν’ αποφεύγει και πάνω από όλα αν ήξερε πάντοτε ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα να κάνει, δεν θα αποτύχαινε σε ό,τι επιχειρούσε.
Ρώτησε όλους τους σοφούς, αλλά του έδωσαν διαφορετικές απαντήσεις στα ερωτήματα. Αντί να καταλάβει ο βασιλιάς τι έπρεπε να κάνει, μπερδεύτηκε περισσότερο. Αποφάσισε λοιπόν, να επισκεφθεί έναν σοφό ερημίτη που έμενε μόνιμα στο δάσος. Ντύθηκε με απλά ρούχα, άφησε πίσω τη φρουρά του και πήγε µόνος του. Όταν πλησίασε ο βασιλιάς, ο ερημίτης έσκαβε τη γη μπροστά στην καλύβα του. Ο βασιλιάς τον πλησίασε και του είπε: «Ήρθα σε σένα, σοφέ ερημίτη, για να σε ρωτήσω τρία πράγματα: Πώς θα μάθω να κάνω το κατάλληλο πράγμα στην κατάλληλη στιγμή, ποιοι είναι οι άνθρωποι που χρειάζομαι περισσότερο και επομένως ποιους θα πρέπει να προσέχω περισσότερο από τους άλλους και ποιες υποθέσεις είναι πιο σπουδαίες και χρειάζονται περισσότερο προσοχή;».
Ο ερημίτης άκουσε το βασιλιά, δεν έδωσε καμία απάντηση και ξανάρχισε το σκάψιμο. Βοήθησε και ο βασιλιάς στο σκάψιμο για να καλοπιάσει τον ερημίτη, κάνοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα τις ερωτήσεις στον ερημίτη. Απάντηση όμως δεν πήρε! Είχε πια νυχτώσει όταν βλέπουν ξαφνικά έναν άνδρα να τρέχει προς το μέρος τους. Ήταν ένας τραυματισμένος γενειοφόρος άνδρας που τους πλησίασε και έπεσε στο χώμα λιπόθυμος. Του έδεσαν το τραύμα, του έδωσαν κάτι να φάει και τον έβαλαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Ύστερα από λίγο κοιμήθηκαν όλοι, καθώς είχε νυχτώσει για τα καλά. Το πρωί ξύπνησαν και ο τραυματίας άρχισε να ζητάει από το βασιλιά να τον συγχωρέσει. Ο βασιλιάς δεν καταλάβαινε το λόγο, αλλά του εξήγησε πως είναι κακοποιός και είχε λάβει χρήματα από τον μεγαλύτερο εχθρό του για να τον σκοτώσει! Έτσι, τον ακολούθησε στο δάσος, αλλά έπεσε πάνω στους φρουρούς του οι οποίοι τον αναγνώρισαν και τον τραυμάτισαν. Κι ενώ εγώ, του είπε, ήθελα να σε σκοτώσω εσύ, χθες το βράδυ, μου έσωσες τη ζωή.
Ο βασιλιάς του είπε πως τον έχει συγχωρέσει ήδη. Αυτό που τον απασχολούσε ήταν να λάβει απαντήσεις στα ερωτήματά του και βγήκε έξω να ρωτήσει για τελευταία φορά τον ερημίτη. Ο ερημίτης φύτευε σπόρους, αλλά του απάντησε πως ήδη έχουν απαντηθεί τα ερωτήματά σου! Αν δεν με βοηθούσες στο σκάψιμο θα είχες φύγει και ίσως σε είχε σκοτώσει ο άνθρωπος αυτός. Έτσι, η πιο σπουδαία στιγμή ήταν όταν έσκαβες τα αυλάκια. Επίσης, εγώ ήμουν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και το να µου κάνεις καλό ήταν η πιο σπουδαία δουλειά. Ύστερα, όταν αυτός ο άνθρωπος ήρθε σε µας, η πιο σπουδαία στιγμή ήταν όταν τον φρόντιζες, γιατί αν δεν είχες δέσει το τραύμα του, θα πέθαινε χωρίς να συμφιλιωθεί μαζί σου. Έτσι, αυτό ήταν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και αυτό που έκανες γι’ αυτόν ήταν η πιο σπουδαία δουλειά.

Να θυμάσαι λοιπόν: Υπάρχει µόνο µία στιγμή που είναι σπουδαία: το παρόν. Είναι η πιο σπουδαία στιγμή, γιατί είναι η μόνη πάνω στην οποία έχεις κάποια δύναμη να κάνεις κάτι. Ο πιο κατάλληλος άνθρωπος είναι αυτός μαζί µε τον οποίο βρίσκεσαι, γιατί κανένας άνθρωπος δεν ξέρει αν θα έχεις ποτέ πάρε – δώσε µε κάποιον άλλο. Και το πιο σπουδαίο πράγμα είναι να του κάνεις καλό, γιατί µόνο γι’ αυτό το σκοπό έχουμε έλθει σε αυτόν τον κόσμο!

Πήγαινε στην κορυφή